Τετάρτη, Απριλίου 16, 2008

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΜΑΣ...ΣΩΣΟΥΝ


Αυτοί που ήθελαν να μας...σώσουν

Πέρασαν κιόλας 41 χρόνια από τότε που μια ομάδα αξιωματικών του στρατού
οργάνωσε και πραγματοποίησε πραξικόπημα, καταργώντας τη κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα. Οι επίορκοι αξιωματικοί, που άλλη δουλειά τούς έδωσε η πατρίδα κι άλλη ήθελαν να κάνουν, πίστεψαν πως θα έπρεπε να…σώσουν την Ελλάδα, (από ποιον;;;) βάζοντας στο γύψο τον ελληνικό λαό και τη Δημοκρατία, και γυρίζοντας την Ελλάδα τότε, 50 χρόνια πίσω. Δεν τους έφτανε όμως να σώσουν την Ελλάδα, ήθελαν να…σώσουν και την Κύπρο, που τελικά την οδήγησαν στην καταστροφή. Οι δικτατορίσκοι λοιπόν πού όταν παρίσταναν τους σωτήρες, προκαλούσαν άφθονο γέλιο , ειρωνείες και ανέκδοτα ιδιαίτερα μεταξύ των φοιτητών, έκαναν ασκήσεις προσωπικής φιλοδοξίας, (όπως όλοι οι τενεκέδες) πάνω στο μέλλον της χώρας. Αν ασχολούμαστε με την γκρίζα αυτή επέτειο είναι για να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τα νιάτα της Ελλάδας που αντιστάθηκαν στη δικτατορία και στη βία της κι όλους τους γνωστούς μα και άγνωστους ήρωες της σύγχρονης Ελλάδας,
στους οποίους η χώρα χρωστάει την τιμή της.


Επειδή η λογοτεχνία, όπως κι ο έρωτας, είναι πανταχού παρούσα,
παραθέτω εδώ ένα διήγημα για να δώσω μια γεύση εκείνης της εποχής.



Τ Ο Δ Α Χ Τ Υ Λ Ι Δ Ι Τ Ο Υ Η Λ Ι Ο Υ
δ ι ή γ η μ α

Φαίδωνα Θεοφίλου

Στο μοναδικό κελί του στρατοπέδου.
Εκεί ήμουν.
Μ’ είχε πιάσει η συμπόνια για έναν αριστερό στρατιώτη.
Μάρκο Ευσεβίου τον έλεγαν.
Τον είδα με το χακί πουκάμισο γεμάτο ξεραμένα αίματα.
Τον είχαν σπάσει στο ξύλο.
Κι αφού έσπασε, τον άφησαν να γυρίζει σαν το κοπρίτη στο στρατόπεδο.
Οι άλλοι ήμασταν στρατιωτικοί αστυνόμοι.
Κι ο φαντάρος έμοιαζε σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα ανάμεσά μας.
Τον ρώτησα πώς τον λένε.
Μου είπε.
Είχε βάλει ένα μεγάλο πανώ μαζί με άλλους σε μια μεγάλη λεωφόρο:
«Κάτω ο δικτάτορας».
Τον έπιασαν.
Τον έδερναν τρεις μέρες.
Είχε σπουδάσει σχέδιο.
Δεν άντεξε.
Τώρα θα έπρεπε να βγαίνει έξω να παρακολουθεί τους παλιούς του συντρόφους
και να τους καρφώνει.
Τον λυπήθηκα.
Ανοίξαμε κουβέντα για μουσική.
Άρεσε και στους δυο μας η ποίηση που γινόταν μουσική.
Και τα κυπραίικα τραγούδια.
Του είπα κουράγιο να σταθείς όσο μπορείς πιο σωστά.
Τον πονούσε το στομάχι του.
Κατάπινα την ευχαρίστησή μου που μιλούσα μ’ αυτόν.
Πονούσε, καταπιεζόταν.
Αυτό, του έξυνε τις αδυναμίες και τις δυνάμεις του
κι όπως τις ζύγιαζε, φάνταζε όμορφος και ζεστός.
Συζητούσε καλά.
Εγώ δεν ήμουν αριστερός αλλά κάτι πιο σπουδαίο:
Ήμουν 21 χρονών.
Οι συνάδελφοί μου στρατιωτικοί αστυνόμοι, ροκάνιζαν τη μέρα τους, πότε παίρνοντας τα τζιπ να κάνουν εξωτερική υπηρεσία και να τσιμπήσουν γκόμενες, πότε κάνοντας πραγματική υπηρεσία φυλάγοντας όλη νύχτα το σπίτι του δικτάτορα μέσα σ’ ακριβές BUICK και CHEVROLET, πότε δέρνοντας τους κρατούμενους στο στρατόπεδο και πότε
ρίχνοντάς το στον ύπνο.
Είμαι φίλος σου του είπα.
Σ’ ευχαριστώ απάντησε.
Άρχισα να βρίσκω πως η στρατιωτική μου θητεία αποκτούσε νόημα.
Εκείνον που καταδίωκαν οι προϊστάμενοί μου και τον έκαναν χαφιέ,
εγώ τον είχα φίλο και τον ανακούφιζα.
Γιατί όχι άλλωστε;
Ήμουν ή δεν ήμουν ελεύθερος να διαλέγω τους φίλους μου;
Είχα την αίσθηση πως έκανα μονόζυγο στο δαχτυλίδι του ήλιου.
Το βράδυ που ερχόταν στο στρατόπεδο με τα πολιτικά απέξω,
μού έδινε την εντύπωση παρθένας που έγινε αυτόματα πόρνη.
Μου έλεγε τότε: Δεν ξέρεις Γεωμετρία;
Παίρνεις το γνώμονα του φόβου. Χαράζεις ή σου χαράζουν δυο γραμμές σε σχήμα Γ.
Η μεταξύ των δύο ευθειών γωνία, καλείται «Υποταγή».
Οι δικοί μου δεν μου έστελναν ούτε δραχμή. Ο αδερφός μου ο Δημοσθένης μόνο, κάποιο κατοστάρικο απ’ το υστέρημά του. Οι κρατούμενοι που έδερναν οι συνάδελφοί μου οι στρατιωτικοί αστυνόμοι, ήταν δικηγόροι, φοιτητές, στρατιωτικοί, καλλιτέχνες, εργάτες, ποιητές. Εκπαιδευτικούς δεν είχαμε. Αυτοί είχαν σχέση με τη Γεωμετρία.
Και τη δίδασκαν.
Μια μέρα μου λέει τρέμοντας:
Δεν αντέχω άλλο. Αν μείνω εδώ θα πεθάνω.
Αμέσως μού ήρθε στο μυαλό η παρθένα. Που τη βιάζουν κάθε μέρα.
Θα φύγω μού λέει. Σε μια γειτονική ανατολική χώρα.
Κι αν σε πιάσουν; Θα σε σκοτώσουν, του είπα, πέφτοντας
απ’ το δαχτυλίδι του ήλιου στο κενό.
Δε γίνεται αλλιώς μ’ απάντησε κι έφυγε σα να μετρούσε τα βήματά του.
Μπορεί να εμπιστευτεί ακόμα κι ένα στρατιωτικό αστυνόμο σκέφτηκα,
και ξαναγατζώθηκα στο δαχτυλίδι του ήλιου.
Καλή τύχη φίλε.
Εμένα, ενώ με είχαν σιτιστή, μ’ απάλλαξαν και γύριζα άσκοπα μεσ’ το στρατόπεδο ή φύλαγα 4 ώρες σκοπός στη πύλη, μέχρι που να έρθει η ώρα της εξόδου. Εκεί χαζεύοντας
στο φως της μέρας, έφτανα μέχρι το χωριό μου με τα κίτρινα βουνά και τα πράσινα φύκια.
Το πρωί στην αναφορά είχαμε ασυνήθιστα σούρτα-φέρτα.
Μας συγκέντρωσε όλους ο λοχαγός και ξαφνικά μας ρώτησε φωναχτά:
Ποιος ξέρει πού είναι ο Ευσεβίου;
Απόλυτη σιγή απλώθηκε στο λόχο.
Εγώ ξέρω αλλά δεν σας λέω, είπα μέσα μου με κακία.
Ναι. Τα κίτρινα βουνά. Το εισιτήριο απ’ τη χώρα του νησιού στο χωριό μου,
έχει 125 δραχμές με το λεωφορείο. Είναι κάπου 60 χιλιόμετρα. Όχι κάπου, ακριβώς 60.
Σας ρωτώ για δεύτερη φορά: Ξέρει κανείς πού είναι ο Ευσεβίου;
Χτυπηθείτε κάτω δεν πρόκειται να σας πω, ξαναείπα μέσα μου.
Διαλυθείτε! Φώναξε ο λοχαγός.
Διαλυθήκαμε, κι ακούστηκε ένα σούσουρο, σαν όταν σχολιάζουν κάτι με δέος.
Ο υποδιοικητής, φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, μ’ έστειλε να του πάρω τσιγάρα απ’ το Κ.Ψ.Μ.
Μπα, δεν μπορεί θα τον έπιασαν στα σύνορα σκεφτόμουν, κι όλο με στένευαν τα ρούχα μου.
Εγώ δεν ήμουν ούτε αριστερός ούτε δεξιός.
Εγώ ήμουν 21 χρονών.
Για πότε μ’ άρπαξαν δυο συνάδελφοί μου στρατιωτικοί αστυνόμοι, ούτε που το κατάλαβα.
Με κρατούσαν απ’ τις μασχάλες κι έτρεχαν κουβαλώντας με.
Μια στιγμή! είπα. Τα τσιγάρα του υποδιοικητή.
Τ’ άρπαξαν απ’ τα χέρια μου.
Με πήγαν στο γραφείο του ανακριτή.
Άνοιξαν την πόρτα, μ’ έσπρωξαν μέσα.
Έκλεισαν την πόρτα.
Στο βάθος του ανακριτικού γραφείου, ήταν εκείνος ο ταγματάρχης με το σκαμμένο πρόσωπο.
Τί σχέσεις έχεις εσύ με τον Ευσεβίου τσόγλανε;
Ποιος σ’ έβαλε στην υπηρεσία να μας παρακολουθείς;
Ξέρνα γρήγορα καθήκι!
Με τον Ευσεβίου γίναμε φίλοι εδώ κ .ταγματάρχα γιατί τον συμπόνεσα.
Για τα άλλα δεν έχω κάτι να σας πω, γιατί… δεν έχω να σας πω.
Εφτά ώρες κράτησε η ανάκριση κι άλλαξαν 3 αξιωματικοί.
Τι ωραία θα ήταν να είχα συνεργάτες, να ήμουν οργανωμένος, να τους παρακολουθούσα στην υπηρεσία, σκέφτηκα, ενώ ήταν η έκτη φορά που ίδρωνα.
Θα είχα κάτι να κρύψω
Θα είχα κάτι να πατώ, για ν’ αντιστέκομαι.
Και μόνο η σκέψη ότι άμα τα έβρισκα σκούρα θα μπορούσα να τα πω για να γλιτώσω,
θα μού έδινε κουράγιο για να μην τα πω.
Θα έδινα μια μάχη με τον εαυτό μου και μ’ αυτούς.
Αλλά τώρα; Και να ήθελα, δεν είχα τίποτα να πω.
Γιατί εγώ δεν ήμουν ούτε αριστερός ούτε δεξιός.
Ήμουν ένας άνθρωπος 21 χρονών, απ΄το χωριό με τα κίτρινα βουνά και τα πράσινα φύκια. Τώρα ήμουν ένα αιωρούμενο σώμα στο κενό.
Με πέταξαν στο μοναδικό κελί του στρατοπέδου 2,5Χ2,5.
Μου πήραν τη ζωστήρα, τα μεταλλικά εξαρτήματα της στολής μου,
τα ντοκ απ’ τις μπότες μου, τα σιρίτια και το πιστόλι.
Ξάπλωσα στ’ αχυρένιο στρώμα.
Τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα απ’ τον ιδρώτα.
Ένιωθα βαρύς κι εξαντλημένος.
«Η θάλασσα θα είναι τεταραγμένη έως κυματώδης».
Αυτή η έκφραση μου είχε σφηνωθεί στο κεφάλι από τότε που τυχαία
άκουγα το μετεωρολογικό δελτίο, κι ήταν για μένα σαν άδειο κουτί.
Σα να λεγόταν μόνο κι όχι να καταλαβαινόταν.
Το κελί είχε ένα παράθυρο μικρό, με πλεχτό χοντρό σύρμα.
Έβλεπε προς το Ναυτικό Νοσοκομείο.
Εκεί είχε πεθάνει ο πατέρας μου.
Ήταν του Λιμενικού.
Από καρκίνο.
Να είναι άραγε κληρονομικός;
Μύριζε στο κελί άσχημα, απ’ αυτές τις οσμές που δεν καθορίζονται επαρκώς.
Κάθε πρωί ο διοικητής, έστελνε τους συναδέλφους μου τούς στρατιωτικούς αστυνόμους,
να μού φέρουν μολύβι και χαρτί.
Για να ομολογήσω, για να γράψω, υπό την πίεση της εφιαλτικής απομόνωσης
και της αβεβαιότητας για την τύχη μου.
Εγώ έγραφα ποιήματα. Ήταν τα μόνα που είχα να γράψω.
Μια μέρα, ένας συνάδελφος ο Στέλιος Μανιαδίνος, μού πέταξε απ’ το παραθυράκι
της πόρτας του κελιού, ένα πακέτο τσιγάρα Νο 5, σπίρτα κι ένα κατοστάρικο.
Τσιμουδιά ρε! Απ’ τον αδερφό σου το Δημοσθένη.
Ο αδερφός μου είχε εμπιστευτεί ένα στρατιωτικό αστυνόμο!
Την άλλη μέρα τα ποιήματά μου φούντωσαν.
Έγραφα ασταμάτητα στο χαρτί με το μολύβι που μού είχαν φέρει.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, μου ξεκλείδωσαν οι συνάδελφοι στρατιωτικοί αστυνόμοι
και με πήγαν στο γραφείο του διοικητή.
Μικρόσωμος άνθρωπος με μουστάκι.
Είχε πάνω στο γραφείο του όλα τα ποιήματά μου.
Κάθισε. Μού είπε.
Το πρόσωπό του ημέρωσε.
Αυτό το ποίημα βρε παιδί μου έχει πολύ νόημα αλλά είναι παράξενο…
Και ξαφνικά σα να ντράπηκε που με πήρε στα σοβαρά, μού πέταξε άγρια:
Γιατί γράφεις ποιήματα;
Γιατί …το μονόζυγο…στ… δαχτυλίδι…συνέχισα να λέω εγώ,
ενώ σκεπτόμουν αυτό το «Τεταραγμένη έως κυματώδης».
Πετάχτηκε πάνω και φώναξε:
Δεκανέα! Πάρτε τον από δω!

Μέχρι σήμερα δεν έκοψα το φυσικό να κάνω μονόζυγο στο δαχτυλίδι του ήλιου.
Και τ’ όνομά μου: Επαμεινώνδας Καλλικράτους.




9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Α ρε ΦΑΙΔΩΝΑ τι μου θύμισες με το
καλογραμμένο σου "ντοκουμέντο"της
δικτατορίας.Ασεμαι να σου πω και γω δυό τρεία πράγματα δικά μου από κείνες τις πρώτες μέρες της δικτατορίας.

Ηταν η δεύτερη μέρα της δικτατορίας
θυμάμαι,όταν ήρθε στο χωριό εκείνος ο λογαγός του Α2 μαζί με τον υπομοίραρχο της χωροφυλακής Νεμέας τον"κύριο Χριστοφυλάκη " γιά να μιλήσουν στο καφενείο του Χωριού γιά την "επανάσταση"
Εστειλαν μάλιστα και τα ΤΕΑ από πόρτα σε πόρτα γιά να μην λείψει κανείς από την "ομιλία".
Οταν μαζευτήκαμε όλο,στριμωγμένοι και σιωπηλοί,στο καφενείο του αδερφικού μου φίλου και συμμαθητή Γίωργη Ράφτη][πέθανε ξαφνικά πριν δυό μέρες-με πονάει] οι πρώτες κουβέντες που είπε ο λοχαγός ήταν να μην μιλήσει κανείς και να μην τον διακόψει κανείς όσο μιλάει.
Κάπου στην μέση της ομιλίας βγήκα απο την πίσω πόρτα του καφενείου
και κάθησα στην μάντρα της αυλής που κοίταγε κάτω,τα νιόφυτρα σπαρτά του καμπάκου
Ήταν σκοτάδι....Θα κάτσω εδώ,είπα με βουρκωμένα μάτια,θα κάτσω εδώ
Μέχρι νάρθει η ΑΥΓΗ.

Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι μου ο νεοτοποθετημένος πρόεδρος [αδερφός του ταγματάρχη και συνταγματάρχη Γιάννη και Πάνου Βασιλακόπουλου, δεξί χέρι,και οι δύο, του Παπαδόπουλου και πρωταγωνιστές της δικτατορίας ]του χωριού μαζί με 2των ΤΕΑ να τους παραδώσω [δήθεν]το πιστόλι που έχω ,αλλιώς θα με συλλάβουν.
Ξέρεις καλά,του είπα,ότι στο σπίτι μας δεν υπάρχει ούτε λάστιχο γιά τα πουλιά,αν έχεις εντολή να με συλλάβεις κάντο χωρίς δικαιολογί ες.Ο Πατέρας μου σηκώθηκε από την καρέκλα και του είπε με σταθερή φωνή"άκου παιδί μου,έχουμε δικτατορία στην Ελλάδα ,και σε τέτοιες εποχές χύνεται ποτάμι το αίμα,αν μου συλλάβεις το παιδί και χαθεί,εσύ και τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου θα είναι απόγονοι δολοφόνου.Και μην νομίζεις ότι θα το αφήσουν έτσι τ'αδέρφια του.

Εφυγαν,και σε μιά ώρα ηρθε ο πατέρας του[ένας ωραίος άνθρωπος]ντροπιασμένος και θυμωμένος με τον γιό του
Θα το σκοτώσω το παλιόπραμα αν σου συλλάβει το παιδί,είμαστε αδέρφια ρε Βασίλη[και πράγματι ήταν σαν αδέρφια]

Μετά από τρεις μέρες ήμουνα στο καφενείο του φίλου μου,που έφυγε προχθές.Απαγορευόταν να ήταν κανείς στους δρόμους μετά τις 9
Λίγο πριν φύγω,εκείνο το βράδυ, μου έκανε νόημα ο συγχωρεμένος φίλος μου,να πάω πίσω από τον πάγκο.
Άκου να δεις,μου είπε χαμηλόφωνα και επιτακτικά,εκεί που πας να μην πας απόψε[πήγαινα στο κορίτσι μου μετά από το καφενείο] γιατί στην έχουνε στήσει στο ¨ρεμα του Μπαλή"και θα σε σκοτώσουν.
Ασεμαι ρε,του είπα,ποιός θα με σκοτώσει εμένα και γιατί;Αν θες να μάθεις κάτι ρώταμε στα ίσια και μην λες κουταμάρες[νόμισα ότι ήθελε να μάθει το μυστικο μου γιά την γκόμενα]
Με άρπαξε από τον γιακά και μου είπε τρέμοντας από θυμό"θα σε σκοτώσουν βλάκα,τους άκουσα που το έλεγαν στο τραπέζι της γωνίας που κάθονται με τα όπλα έτοιμοι για την περιπολία μετά τις 9.Ημουνα πίσω τους και τ άκουσα,φύγε από την πίσω πόρτα και χάσου από το χωριό .

θα σου πω την συνέχεια αύριο ΦΑΙΔΩΝΑ [αν νομίζεις ότι αξίζει να την πω].

σπύρος δαρσινός

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

@ Σπύρος
Καί βέβαια αξίζει να μου πεις τη συνέχεια της ιστορίας σου Σπύρο μου .Θα περιμένω μ' ενδιαφέρον. Άλλωστε αν μαζέψουμε τις ιστορίες του καθενός μας, φτιάχνουμε μια ιστορία τής σύγχρονης Ελλάδας

Ανώνυμος είπε...

Ε λοιπόν πράγματι δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι θα με πυροβόλαγαν άνθρωποι του χωριού μου,άνθρωποι που πριν λίγες μέρες μοιράζαμε την
μπουκιά και την ελιά στις γράνες και σηκώναμε την ίδια δαμιζάνα κρασί στο στόμα μας.Δεν μπορούσα να το πιστέψω,γιατί δεν ήμουνα εγώ κανένας από κείνους που ανατρέπουν δικτατορίες[μακάρι να ήμουν]Και ούτε είχαν πάρει εντολή, από κάπου ψηλά,οι ανόητοι,να κάνουν κάτι τέτοιο.Ολα ξεκίνησαν απο τους δύο από τους 6 ΤΕΑ τζήδες,αυτοί ήταν
που κουβάλαγαν ακόμη μέσα τους τα μίση του εμφυλίου και νόμισαν πως ήταν ευκαιρία να βγάλουν τ'απωθυμένα τους.Αυτοί παρέσυραν και τους άλλους[αυτά τα έμαθα μετά]
Δεν μπορεί,σκεύτηκα εκείνη την στιγμή,κάτι άλλο θα λέγαν και παράκουσε ο Γιώργης.
Έπρεπε να βεβαιωθω όμως,να δω με τα μάτια μου.
Κοίταξα στο τραπέζι που κάθονταν γιά να τους μιλήσω χωρίς να εκθέσω τον Γιώργη.Είχανε φύγει.
Πάνε να πιάσουνε θέση κι'όταν γυρίζεις αργά από την κοπέλα θα σου την φυτέψουν,μου είπε ο Γιώργης,που έκανε το παν να με αποτρέψει να μην πάω επάνω τους.

Εφυγα από την πίσω πόρτα ,πήγα σουρτά πίσω από μιά μάνδρα που έφτανε σχεδόν μέχρι το ρέμα και είδα τις σκιές τους μέσα στα πεύκα.Ακουγα και το ψίθυρό τους μέσα στην ησυχία της μαύρης νύχτας
Θα του πούμε μιά φορά αλτ και θα του ρίξω εγώ ,ειπε ο ένας από τους δύο "βαμένους"
Οι άλλοι δεν είπαν τίποτα.

Εφυγα μέσα από τα χωράφια και πήγα σπίτι μου κλαίγοντας.Όχι γιά την ζωή μου που σώθηκε,αλλά γιά την μάνα μου που δεν θα στέγνωναν τα μάτια της ποτέ,γιά τ'αδέρφια μου
που θα εκδικιόντουσαν και θα σάπιζαν στις φυλακές και γιά το δηλητήριο που χύνουν τα μίση των εμφυλίων στις ψυχές των ανθρώπων.
Την άλλη μέρα έφυγα γιά την Αθήνα
Μακάρι να ήταν μόνο τούτη η ιστορία μου με την δικτατορία.

Τι τραγική σύμτωση,να χάσει τη ζωή του ο φίλος μου τις ημέρες που μου έσωσε τη δική μου ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ

σπύρος δαρσινός

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

@ Σπύρος
Είπαμε Σπύρο μου πως ο φανατισμός είναι η ντόπα του εγκεφάλου. Σε σκοτώνω γιατί είσαι διαφορετικός, σε σκοτώνω γιατί δεν πιστεύεις τα ίδια με μένα! ΑΝΤΙΟ στον καλό σου φίλο και σε όσους γνωστούς και άγνωστους έπεσαν θύματα της δικτατορίας.

Ανώνυμος είπε...

Φαίδωνα, Κάπου, μα κάπου έχω διαβάσει αυτή την ιστορία σου, φίλε μου. Μέσα σε μια γωνία του εγκεφάλου έχει γραφτεί εκείνο το "... δεν ήμουν ούτε δεξιός, ούτε αριστερός... ήμουν 21 χρονώ..."
κι έχω ταυτίσει την τραυματική εμπειρία μου με τη δική σου φράση...

Λίγο θα σας γράψω από τη δική μου "παρένθεση", κι Αν, θέλετε, θα συνεχίσω άλλη μέρα, μάλλον νύχτα. Μόλις είχα πάρει το πτυχίο μου (της Αγγλικής Φιλολογίας.) Γενικά, σεμνή στην επιτυχία μου όπως και στην εμφάνηση (γονική... καταπίεση σε χώρο στενό, αλλά ευάερο κι ..ευήλιο...)μέσα μου, όμως, είχα ψηλώσει πάνω από το γωνιακό κυπαρίσσι, -απέναντι από το καφενείο, -που είχε περάσει και το δίπατο σπίτι της Βάσως Παπανδρέου, στη γωνία του κατηφορικού δρόμου.
Ξέρετε, εκείνα τα χρόνια, το να σπουδάζει ένα κορίτσι ήταν ... κάπως ανορθόδοξο, κάπως άτοπο.. ιδίως όταν υπάρχουν πέντε παιδιά και τα οικονομικά αρκετά περιορισμένα. Ο πατέρας μου, ήταν συμβασιούχος ταχυδρομικός για το ταχυδρομείο της ενορίας μας. Υπέγραφε και το έπαιρνε από το τραίνο της "μία "(ώρα)-ερχόμενο από Πάτρα, και μία με μιάμιση, από την Αθήνα.(Τί ντόρος, όταν γινόταν διασταύρωση τρένων!!! να κατεβαίνουν ταξιδιώτες να πιούν κρύο νερό από τη βρύση (τρόμπα) του καφενείου, ή ν' αρπάξουν κανένα έτοιμο καφέ που είχε προνοητικά ετοιμάσει ο κυρ-Γιωργάκης...) Όταν, λοιπόν, σταματούσε στο σταθμό Τεμένης-Βαλιμητίκων, όπου "στο φυλάκιο" δηλαδή στην διάβαση, επιστατούσε η μητέρα μου (για να μη συμβεί κανένα δυστύχημα με τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα ή κι ακόμη με τις κατσίκες και τα φορτωμένα γαϊδούρια), όποιος από μας ήταν εκεί, -μας γνώριζαν οι ελεγκτές των τραίνων- υπογράφαμε, και το πηγαίναμε στο σαλόνι του σπιτιού, που το είχαμε και σαν "Γραφείο" διότι κλείδωνε από δυο πόρτες.. Το σπίτι μας, είναι το τρίτο, μέσα στο στενό δρόμο, δεξιά του κυρίως αυτοκινητόδρομου. Στη γωνία, ήταν της Βάσως, της θεία-Μάρως, και μετά το δικό μας, και τα τρία παράλληλα με τις γραμμές του τρένου. Ήταν η γειτονιά μου, κι ήξερα την κάθε σπιθαμή με την αφή των πελμάτων μου. Η μητέρα μου, έβαζε τις σαρδέλες να τηγανιστούν, τέντωνε τ' αυτιά σαν τ' άλογο που ακούει ένα-κάποιο θόρυβο, "... α! το τραίνο ανεβαίνει τη Μπουφούσκια (την ανηφορική γέφυρα της αρχαίας πόλης) , έχω λίγο καρό να γυρίσω τις σαρδέλες... και να τρέξω και στη θέση μου..." (άλλη φορά θα σας πω για τις... σαρδέλες) Ήταν τότε που φέραμε "απ΄τα Καλαβρυτινά... βουνά, σώγαμπρο στην ενορία μας για τη κόρη της νονάς της αδερφής μου και τον κάναμε και παπά!!! Θεριακλής, αντιπαθητικός, αρκετά κακόφωνος, "... μα θα στρώσει, λέγαμε πίσω από τη πλάτη του και πιστεύαμε ότι όταν γνωρίσει τον κόσμο μας, σιγά-σιγά, θα γίνει πιο προσιτός, πιο καλομίλητος...
(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ? ίσως στο επόμενο...
Θα τα ποθμε, παλι, Υιωτα Στρατή, Ν.Υ.

Ανώνυμος είπε...

Όλοι οι δικτάτορες ήταν γελοίοι και παρανοϊκοί. Και σκουλήκια όσοι τους υπηρέτησαν. Το διήγημα από πλευράς μορφής, γλώσσας, ροής, θεματικής και μηνυμάτων, ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ!
"Ο Παράξενος"

Ανώνυμος είπε...

" Εγώ δεν ήμουν ούτε αριστερός ούτε δεξιός αλλά κάτι πιο σπουδαίο:
Ήμουν 21 χρονών". Απλά υπέροχο.
Μπάμπης Πιτέλλης

Ανώνυμος είπε...

Το μαύρο κουστούμι,σαβανωμένο,χωρίς
σώμα και ψυχή είναι"αυτοί που ήθελαν να μας σώσουν"
Ετσι γίνεται πάντα,και με διαφορετικούς τρόπους,αυτοί που είναι άδειοι θέλουν να γεμίσουν τους άλλους με την δική τους κενότητα.
Οι δικτάτορες της 21της Απριλίου του 1967 ήταν ότι πιό ανόητο στην σύγχρονη Ελληνική Ιστορία.
Πήραν μια χώρα που προσπαθούσε τρικλίζοντας να βρεί το βήμα της ύπαρξής της ,μετά από εμφύλιους και πολέμους,και την έβαλαν γιά 7 χρόνια στον 'ναρθηκα"
Εφτά χρόνια καθυστέρησης σε μια κοχλάζουσα κοινωνία γιά ιδεολογική αξιοκρατία και δικαιώματα που έχουν άμεση επίδραση στην ίδια την επιβίωσή του απαιτούν 50 χρόνια στην πορεία της επανόρθωσης.

Φαίδωνα,το διήγημά σου εχει ανάγλυφη την εικόνα της εφταετίας
Αυτούς που ήταν γεμάτοι αχυρα.
Αυτούς που προσωρινά λύγισαν γιά να γίνουν μετά πιό ελεύθεροι από πριν Και Αυτούς που δεν λύγισαν για να παραμείνουν ελεύθεροι.

σπύρος δαρσινός

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

@ Σπύρος
Ωραία ανέλυσες τη σημειολογία της εικόνας που αναρτήθηκε στο Blog, δημιουργώντας τη δική σου εικόνα που φέρνει ανάγλυφη την πραγματικότητα της εποχής.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος