Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012

ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΝΙΚΗ


 Φαίδων Θεοφίλου

   Μέσα σου ήμουν από πάντα)


Μέσα σου ήμουν από πάντα . Ήμουν αυτός που έπλαθες…

Μέσα μου ήσουν από πάντα. Ήσουν αυτή που έπλαθα…

Τριγυρνούσα εντός σου

ανεβοκατέβαινα τις σκάλες  των ονείρων σου…

Έφτιαχνα φωλιές πολύχρωμες  τα μυστικά σου για να κρύβεις.

 Στα μαξιλάρια  σου φύτευα χαρές μελλοντικές.

Τα βράδια με φωνή ψιθυριστή σου διάβαζα να κλαίς και να δακρύζεις

κι ήθελες με τα χείλη μου τα δάκρυα να σου παίρνω.

Του έρωτα  τις σιωπές μαθαίναμε, ρεμβάζοντας  τη θάλασσα.

 Τα όνειρά σου κρέμαγα στο στήθος μου για να τα κάνω αλήθειες

σαν θα με συναντούσες.

Εγώ , ήμουν από την άλλη θάλασσα. 

Ριγούσα όταν σ’ έπλαθα και στα οστά μου  άνοιγαν ρωγμές.

Τ’ αφέγγαρα τα  βράδια  η σκιά σου,

περιφερόταν στο ημίφως  σαν κλέφτης έρωτας  

κι ύστερα σε διάχυση,  μια άχνα…

  Πουλιά της νύχτας  έφερναν κάποιες απ’ τις  σκέψεις σου:

«Είσαι το φεγγάρι μου. Θέλω  πάντα σε γέμιση να είσαι».

Κι έπαιρναν για σένα τις δικές μου: «Είσαι η θάλασσά μου.

Μη καταλαγιάζεις ώσπου να με βρεις», 

κι αφού με βρεις,  το ίδιο…»

 Οι μήνες πέρναγαν σα χρόνια κι  εμείς υφαίναμε την ύπαρξή μας

στο  δρόμο του  παραμυθιού

με  τα παράξενα, στο διάβα τους, ταξίδια,

με  σκάλες  προς το μέρος  που η αγάπη  ευδοκιμεί .

Υφαίναμε στο  σχήμα του  ονείρου την παραμυθένια αυθαιρεσία,

όπου  η ομορφιά και το καλό  με το «έτσι θέλω» επιβάλλονται

και γίνονται χειροπιαστή αλήθεια!

Υφαίναμε…    και πλάθαμε…    Ώσπου,  

μια ξαφνική  σιωπή  έκοψε  τους σφυγμούς της ύφανσης,

σφυγμούς που κράταγαν  ρυθμό στο σώμα

σαν δυο εναλλασσόμενες καρδιές…

Η μέρα και η νύχτα  έπαψαν να μου γνέφουν τα μελλούμενα.

Η θάλασσα , δεν μου ‘δινε τη χαρά της τρικυμίας 

ούτε καν το φλοίσβο της, προσποιούμενη μιαν άψυχη γαλήνη.

Εγώ, με ήλιο ή με  φεγγάρι σάρωνα το θόλο  τ’ ουρανού

με της ψυχής τα μάτια, μάταια αλιεύοντας

τη θηλυκή σου ενέργεια.

Νύχτες και νύχτες  παντιέρα η ψυχή μου διάτρητη, 

να την  διαπερνούν αγέρηδες

σα να μην υπήρχε άλλος δρόμος να περάσουν…

Κείνο το Σάββατο γέμισε ο ουρανός πουλιά από την άλλη  θάλασσα

γλαρόνια σε  σχηματισμούς,  μαύρα σεντόνια  κυματιστά

σαν όπως αόρατο  χέρι τα τινάζει...

Κατέβαιναν  ένα-ένα ως το γιαλό, λόγια μου τιτιβίζανε στ’ αυτί

  να  καταλάβαινα κι εγώ όσα απ’ αυτά  γροικούσα: 

Το πρώτο μου είπε: 

Κάποιες γυναίκες, συνεπαρμένες μοιάζουν με τ’ όνειρο του έρωτα

που φτάνει ως  τ΄ αστέρια….

όμως , καλύτερα γνωρίζουνε

τον πλούτο του άντρα που δεν αγαπούν,  με ακρίβεια να μετρούνε…

Κι άλλα πολλά τιτίβιζαν, για εύκολη ζωή με ανέσεις,

πως να πουλιέσαι σε τιμή καλή ,

να ζεις στην ασφυξία της πολυτέλειας,

πώς να μετονομάζεις τη διαρκή προδοσία της ζωής σου

σε προσωπική υπόθεση μαγείας…

μα σ’ εμένα ήδη αρκούσε το πρώτο που άκουσα..

Τότε  ήταν … που έμαθα την τέχνη,

να βουλιάζω στην ευτυχία της απώλειας...

κι έτσι  μ’ έκλωθε ο κάθε χρόνος που περνούσε,

ώσπου μονάχος  έγινα μεγάλο παραμύθι…


Από τη συλλογή μου: "Ο Κύκλος της κοντινής ξαδέλφης"



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος