Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

Ο Π Α Ρ Α Μ Υ Θ Ε Ν Ι Ο Σ





Ο μοναχικός εκείνος άνθρωπος στην σχεδόν απρόσιτη ακρογιαλιά με την καλύβα του, ήταν σημείο αναφοράς της περιοχής, που τελευταία δεν ήταν και τόσο ήσυχη, αφού αρκετοί ήταν οι επισκέπτες που αψηφούσαν το απρόσιτο της ακτής, προκειμένου να απολαύσουν μια, κατά τη γνώμη τους, αμόλυντη θάλασσα.


Καθόταν σ’ ένα πεζούλι κι ακουμπούσε την πλάτη στο τοίχο της καλύβας του. Όλη τη μέρα, χάζευε το πήγαιν’ έλα τού φλοίσβου κι άλλοτε άφηνε το βλέμμα του μετέωρο και ταξίδευε στα εσωτερικά του τοπία. Το βράδυ έμπαινε στη καλύβα για ύπνο. Ακραία λιτοδίαιτος. Πέρναγαν πότε- πότε βαρκάρηδες και του άφηναν το φαγητό τους απ’ το σπίτι που δεν έφαγαν και λίγα ψάρια. Αν δεν πέρναγαν, θα πέθαινε από ασιτία χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Ο Παραμυθένιος. Έτσι τον έλεγαν οι κάτοικοι του διπλανού χωριού, έτσι τον μάθαιναν και οι επισκέπτες. Παραμυθένια κι η περιοχή απ’ το παρωνύμι του. Τα βράδια, όταν είχε πολύ αέρα και τρικυμία, έβγαινε και περπατούσε κατά μήκος της ακτής λες κι ήθελε να πάρει τη δόση του. Τη δόση μιας μυστικής έντασης. Δεν μιλούσε για τα καθημερινά πράγματα. Γενικώς δεν μιλούσε. Μόνο μια ιστορία έλεγε, κι αυτήν μόνο σε όσους συμπαθούσε και το ένστικτό του έλεγε ότι μπορούσε να τους εμπιστεύεται. Την ίδια πάντα ιστορία. Αλλά κάθε φορά την έλεγε σα να είχε πυρετό. Σα να ήταν κάθε φορά η πρώτη του διήγηση.


Οι βαρκάρηδες την είχαν ακούσει περισσότερες από μία φορές όταν έβγαιναν έξω και τώρα πια όταν του έδιναν τα φαγητά, προφασίζονταν δουλειές για να φύγουν γρήγορα. Όχι ότι δεν ήθελαν να ακούσουν την ιστορία ξανά και ξανά αλλά δεν άντεχαν τον πυρετό του. Νόμιζαν ότι θα τον έβλεπαν να λιώνει, διηγούμενος, ώσπου να γίνει μια υγρή κηλίδα στο έδαφος. Αντίθετα οι παραθεριστές που τα κατάφερναν να φθάσουν στην απρόσιτη αυτή ακτή, και άκουγαν την ιστορία, έφευγαν σοκαρισμένοι και συγκινημένοι. Ένας απ’ αυτούς μαζί με την κοπέλα του, σταυροπόδι στη βοτσαλωτή ακτή, επανέλαβε τη ιστορία σε κάποιους άλλους που ο Παραμυθένιος δεν ήθελε να τους μιλήσει, πετώντας στη θάλασσα τα πιο στρογγυλά βότσαλα που έβρισκε μπροστά του: «Η ιστορία δεν είχε πρόλογο. Δεν είχε ονόματα ούτε έλεγε που συνέβη. Εστιαζόταν κατ’ ευθείαν στην ουσία της κι άρχιζε έτσι:

.


Σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, πάνω σ ’ένα μεγάλο ομορφοστρωμένο κρεβάτι, ήταν μια γυναίκα ξαπλωμένη ολόγυμνη. Ο νέος άντρας που ήταν κοντά της, είχε δίπλα του δύο καλάθια γεμάτα με ροδοπέταλα. Κάθε τόσο, έσκυβε πάνω από το σώμα της, το φιλούσε και στο σημείο που άφηνε το φιλί, έβαζε ένα ροδοπέταλο. Έτσι με αμέτρητα φιλιά και ροδοπέταλα σκέπασε όλο της το σώμα. Έψαχνε μέρες να βρει πώς θα έκανε την αγάπη που ένιωθε, να «φαίνεται» και βρήκε αυτόν τον τρόπο, με την ευτυχία να φαίνεται επίσης, όπως όταν αγαπάς και το δείχνεις. Η γυναίκα ήταν αφημένη στα αισθήματά του που άνθιζαν γύρω της με ερωτικήν αγιότητα.

.
Πότε – πότε του τραγουδούσε σιγανά, ώσπου αποκοιμήθηκε, με το σώμα της σαν κεντημένο με φιλιά και χρώματα. Ο άντρας γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται στη Μήτρα της Γυναίκας, στη Μήτρα της Ζωής, στη Μήτρα της Γης, στη Μήτρα της Ανατριχίλας, στη Μήτρα των Ιδεών, στη Μήτρα της Αγάπης, στη Μήτρα της Δημιουργίας, στη Μήτρα του Καλού.
Στο μεταξύ, όσο προσευχόταν ο άντρας, μια ρωγμή είχε ανοίξει στον ορίζοντα, απ’ όπου σαν αστραπή, ξεχυνόταν μια μουσική που έφτανε ως το δωμάτιο, γαλήνευε την ατμόσφαιρα και συνόδευε τη ροή της προσευχής τού άντρα.


Την επόμενη μέρα, ο άντρας, αποτύπωσε άλλα φιλιά στο κορμί της και φρέσκα ροδοπέταλα. Ο Έρωτας όμως, έπαιρνε τα ρίγη από το σώμα της γυναίκας, έπλεκε μ’ αυτά ένα απαλό στη αφή αλλά δυνατό στην αντοχή σκοινί και έδεσε μ ’αυτό τον άντρα μαζί με τη γυναίκα που είχε ανασηκωθεί, ενώ τα ροδοπέταλα πέφτοντας από το σώμα της, είχαν στρωθεί στο κρεβάτι. Ο ένας προσπαθούσε να χωρέσει μέσα του το είναι του άλλου, με γέφυρα τη γυμνότητα . Μεθυσμένοι από ηδονή, αφήνονταν να τους παρασύρουν τα κύματα του Έρωτα, κάτω από το γλυκό βλέμμα του Θεού και των Αγγέλων Του.


Η εισβολή της Άνοιξης στο δωμάτιο, έγινε λίγο πριν απ’ το Μέγα Τέλος και για το χατίρι της Γυναίκας και του Άντρα, από Εποχή του χρόνου, συμπυκνώθηκε σε μια μεγάλη Στιγμή για να χωρέσει στο χρόνο και στο χώρο του Έρωτά τους. Μυριστικά βότανα και λουλούδια άφησαν την ανάσα τους στο δωμάτιο, Αυγά πουλιών ράγιζαν κι εμφανίζονταν οι νεοσσοί. Τιτιβίσματα παντού στο δωμάτιο, σπόροι να σκάνε, να πρασινίζει ο χώρος, αγκομαχητά ν’ ακούγονται από τα έγκατα της γης, να συσπάται η γήινη Μήτρα και να γεννάει να γεννάει να γεννάει… Το ένα σώμα διεκδικούσε απελπισμένα το άλλο μέσα σ’ ένα κυματισμό σπασμών και λυτρωτικών λυγμών.

Στην Κορύφωση, το σώμα του Άντρα, πέρασε - διαχύθηκε στο σώμα της Γυναίκας κι έτσι οι δύο έγιναν Ένας, φτάνοντας στο μέγιστο σημείο ευτυχίας και ερωτικής πληρότητας»…

Λίγο μετά τη διήγηση της ιστορίας ο παραθεριστής, ξέσπασε σε λυγμούς. Η φίλη του πήρε το κεφάλι του στην αγκαλιά της, το χάιδευε και το φιλούσε παρηγορώντας τον. Στις ερωτήσεις των άλλων, εξήγησε ανάμεσα στα αναφιλητά του ότι χθες το μεσημέρι ήρθαν δύο νοσηλευτές εδώ κι αφού πέρασαν το μανδύα στον Παραμυθένιο, τον πήραν με ένα ταχύπλοο, για το ίδρυμα των ψυχικώς διαταραγμένων ατόμων. Πρόλαβε να δει τον Παραμυθένιο στο ταχύπλοο, με τα μάτια του να λάμπουν κι ένα σίγουρο όσο και γλυκό μειδίαμα στα χείλη του.

.


Ήταν βέβαιο ότι είχε πια μόνιμα κατοικήσει μέσα στην ιστορία του…

Φ.Θ.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος