Σάββατο, Ιουνίου 30, 2012

ΜΕΤΑΞΩΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο που με βρίσκει απόλυτα συμφωνο στο σύνολό του και με χαρά το μοιράζομαι μαζί σας, σαν μικρό θησαυρό..Το έγραψε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ.

Φ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ




Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος:
«Μεταξωτοί άνθρωποι».
 Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι
 ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί,
χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική
ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι...;

  Μου'μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο
κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η
συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας.
Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας
απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς»... Βέβαια
οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα
αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και
ακάνθινες απολήξεις. Γι' αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα
και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων...

Παρ'

 όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων
παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό
χώρο και στο «δάσος» του "κάθε μέρα", όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και
συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά
τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό...

Φερ'

 ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την
καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο
καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το
ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για
 μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και -το 'χω
παρατηρήσει- έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και
 κρίσιμα πεδία... Κάποτε βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο κυριαρχούσαν
οι «επώνυμοι». Απέναντί μου καθόταν ένας πολύ γνωστός καλλιτέχνης,
μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε ούτε ακκιζόταν, όπως κάποιοι άλλοι
στη συντροφιά. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα κοινά πιάτα, ήταν ο
μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα του, αλλά ρωτούσε
τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους και μετά, ό,τι έμενε,
κρατούσε για τον εαυτό του. «Μεταξωτός άνθρωπος» σκέφτηκα...

Η

 μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως- στο σαβουάρ
βιβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες
περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το
φέρεσθαι.

Εδώ το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο
τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η θέαση του
κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι,
ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς
βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης
προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί
τον εαυτό του... Όμως προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός
 άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν -στη σειρά
μιας καντίνας ή στην ιεραρχία- χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και
μεθόδους.

Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του
κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο
 εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει.

Γιατί,

 εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα,
που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι. Ένας από
 αυτούς έγινε φίλος μου -και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα
συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη
σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να
 λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από
τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα
παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά,
γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα...

Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν.

 Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες
των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν
χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους...
Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που
υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα, όταν λοιδορείται σε μια παρέα,
χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται...

Οι μεταξωτοί άνθρωποι.

 Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το
 μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με
ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς,
μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές»,
«ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων...










Τρίτη, Ιουνίου 19, 2012

ΝΟΤΙΣΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Φαίδωνα Θεοφίλου-Από τη συλλογή-"Κείμενα μικρά σαν Μεγάλα


Χτες  τα μεσάνυχτα  πήγα στη θάλασσα.
 Σε μια αμμουδερή αγκαλίτσα κοντά στο σπίτι μου.
Στη θαλασσινή υγρασία χαλαρώνουν οι γόρδιοι δεσμοί.
 Φτερουγίζει ο νους  αλλάζοντας τα άλογα της μνήμης
το ένα μετά το άλλο. Αγαπημένοι και λυτρωτικοί στεναγμοί,
γίνονται  φτερά ενός ταξιδιού στο «μηδέν» και στο «όλον».

Ο Σαρωνικός απλώνεται μπροστά μου με μια αφηρημένη γαλήνη.  
 Απέναντί μου στην Αίγινα και Σαλαμίνα,
λαμπυρίζουν τα μυστικά των ανθρώπων…
 Τι  μαγικά που είναι όταν παραμένουν μυστικά…
Τα φλοισβίσματα στο γιαλό, νότιζαν τη μνήμη και τη σκέψη…

Ότι πιο βαρύ κουβαλά ο άνθρωπος στη ζωή του
είναι η εντός του μοναξιά.
Η όποια καταξίωση του ανθρώπου στον τομέα του, ο πλούτος, η φτώχεια, ο έρωτας, η ρέμβη, η τρικυμία, οι φίλοι, η πρόσκαιρη ευτυχία, γνήσια ή τεχνητή, η όποια επιτυχία του ανθρώπου, το πλήθος των ανθρώπων που συνυπάρχει ανάμεσά τους, απλά αναστέλλουν πρόσκαιρα την εντός του μοναξιά, που τον βαραίνει όταν βρίσκεται μόνος, αντιμέτωπος με την ύπαρξή του…
Μακάριοι εκείνοι που δεν ένιωσαν στη ζωή τους την εντός μοναξιά τους! Ότι οι ανυποψίαστοι είναι σαν τα λουλούδια, που δεν έχουν συναίσθηση της αθωότητας και της ομορφιάς τους….

Ο νους φτερούγιζε  πηγαινοφέρνοντας ευωδίες θηλυκών σωμάτων, ατμόσφαιρες από σοκάκια πόλεων, λιμάνια, παραλίες και βολικές γωνιές σε γουστόζικα καφέ, μυρωδιές καμένου από τη ζέστη χόρτου, μαζί με την ξεπνοϊσμένη αρμύρα της θάλασσας , την απαλή πνοή των αντιηλιακών, όλα να ευτυχούν  κάτω από τα δροσερά σεντόνια του απομεσήμερου…

Ο Σαρωνικός ήταν απλωμένος σαν σκοτεινή πεδιάδα , με μικρά αντιφεγγίσματα 
από τα φώτα της πόλης, στα ρηχά και από τα κατάφωτα πλοία που περνούσαν, 
στα βαθιά.

Πάντα με κυνηγούσε η εικόνα της μοναξιάς των σκύλων τις Κυριακές , στις ολόκλειστες αγορές , κατά τις απογευματινές  ώρες  της θερινής ραστώνης. Ήταν τόση η ερημία της αγοράς, που νόμιζα ότι οι σκύλοι έμειναν μόνοι τους πάνω στη γη. Από τότε τα θλιμμένα μάτια των σκύλων με έπειθαν ότι συναντιούνται  με την εντός τους μοναξιά, τις Κυριακές…

Ξάπλωσα στην άμμο. Χιλιάδες ουράνια μάτια με κοίταζαν, άλλα  ανοιγοκλείνοντας τσαχπίνικα και άλλα σταθερά , με την φωτεινή τους επάρκεια.  Έμεινα για ώρα έτσι κοιτάζοντας τον  διάστικτο ουρανό, με το σώμα λαφρύ και το μυαλό μου σε στάση, λευτερωμένο πια από κάθε διαδρομή. Μόνο η όραση λειτουργούσε με ένταση, προσπαθώντας να χωρέσει τον ουρανό στις δυνατότητές της. Α! και η αφή, που δεχόταν τα χάδια από το νυχτερινό αεράκι, ώσπου με πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα στο γιαλό.

Το πρωί όταν ξύπνησα με την ξαφνική εισβολή του ήλιου, διαπίστωσα ότι έλλειπε το μπουκάλι με το κονιάκ, τα τσιγάρα και το μπουφάν μου. 
Χάρηκα, που όποιος πέρασε, βρήκε τουλάχιστον κάτι να πάρει…









Σάββατο, Ιουνίου 16, 2012

ΕΥΤΥΧΙΑ: ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΑΣΗ

Από το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο «Απλό λεξικό της Φιλοσοφίας»
του Στράτου Λιακάτου – Εκδόσεις BOOKSTARS

ΕΥΤΥΧΊΑ:  το να είναι ίδια αυτά που ζεις
                   με αυτά που ποθείς.

                  Και ο άνθρωπος μπορεί να ποθεί,

                  μια «ερωτική» νόηση (Πλάτωνας),
                  μια «έμ-μετρη» θεώρηση (Αριστοτέλης)
                  μια ηδονή γυμνή  (Αρίστιππος)
                                        ή
                                        αριστοκρατική (Επίκουρος)
                  μια αρετή «απλή» (Κυνικοί)
                                         ή
                                        « τραγική»  (Στωικοί)
                                         ή
                                         «γεωμετρική»  (Σπινόζα),
                    μια λύση μετά τη ζωή  (Χριστιανοί)
                    μια επιστροφή στο  Ένα _ μυστικό_ (Πλωτίνος)
                    μια στροφή  στο Ωφέλιμο _ ολικό_ (Μπένθαμ),
                    μια τροφή από στοχασμούς  (Ρασιοναλισμός)
                                           ή
                                           από στεναγμούς (Ρομαντισμός),
                     μια άνθηση των κλίσεων  ( Καντ),
                     μια άνοιξη των ενορμήσεων  (Φρόιντ)
                     μια «ευ-παιδεία»  (Θαλής),
                     μια «ευ-θυμία»   (Δημόκριτος),
                     ένα βαθύ  Ήθος   (Ηράκλειτος),
                     ένα Ρυθμικό ύφος  (Πυθαγόρειοι).

Σε όλα αυτά νιώθουμε κοινό τον παρονομαστή:
να  μη δύσει  ο άνθρωπος στην οδύνη, αλλά να ανατείλει στην ηδονή_
όπως και αν τη νοεί. Και κάθε εποχή αλλάζει αυτό το «νοεί» και έτσι
ενέχει πηγή η πληγή για τον άνθρωπο.

ΣΧΟΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ  ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ
(1).
Σήμερα
Όταν δηλώνεις ευτυχισμένος…
…οι άλλοι
σε κοιτάνε σαν ύποπτο ή ανύποπτο…
… (Ρωτάνε
τι ηττήθηκε μέσα σου:
 η ηθική ή η λογική;)

(2).
Μια αοριστία αγκαλιάζει την
ευτυχία…
όπως και τη γυναίκα…
…(καθώς
και οι δυο…
…απευθύνονται στα σωθικά σου
                                  όχι
                                  στα λογικά σου.)   

                 





Τρίτη, Ιουνίου 12, 2012

Ο ΝΩΝΤΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ



Ο Νώντας, ήταν ο πατέρας μου. Η Ελένη, η μητέρα μου.
Δεν μίλησα ποτέ γι αυτούς δημόσια. Μόνο εσωτερικά.
Στο χώρο της μνήμης μου. Ούτε και σήμερα θα πω πολλά.
Η κύρια πρόθεσή μου είναι να αναρτήσω από ένα τους ποίημα
και να πω για πρώτη φορά δημόσια λίγα λόγια γι αυτούς.
Ο Νώντας Θεοφίλου λοιπόν, ένας γαλλοτραφής αξιωματικός του Λιμενικού σε ηλικία 24 ετών γιος λαδέμπορου από το Μεσολόγγι, παντρεύτηκε την όμορφη, ολόξανθη, γαλανομάτα, Ελένη Θεοφίλου, που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο σε ηλικία 17 ετών και ήταν κόρη ιερέως από τη Μυτιλήνη.
Έκαναν τρεις γιους: Το Γιάννη, ναυτικό – ζωγράφο, το Νάσο, λογοτέχνη – πεζογράφο και τον Φαίδωνα. (με τη σειρά της ηλικίας τους)
Πέρασαν 14 χρόνια ευτυχισμένης ζωής, ώσπου άρχισαν τα σύννεφα: Ο Νώντας, έγινε ο αγαπημένος των γυναικών και εκείνες, η τρικυμία της ζωής του και η νέα του ευτυχία . Με τη γυναίκα του Ελένη βρίσκονταν από τότε σε διάσταση, ώσπου ο Νώντας πέθανε 47 ετών, από καρκίνο με οκτώ μεταστάσεις. Οι συνάδελφοί του είπαν ότι έζησε 100 γεμάτα και θυελλώδη χρόνια, μέσα σε 47.
Η Ελένη δεν ξαναπαντρεύτηκε. Πέθανε σε ηλικία 78 ετών, έχοντας άνοια.
--------------------------------------------


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ
Ποίημα του Νώντα Θεοφίλου

Ιστόρησέ μου, τον πικρό σου θάνατο που θάρθη..
Τον υστερνό σου θάνατο μονάχα.
Άσε το φόβο πίσω σου με τη φριχτή μορφή
κι έτσι, ψυχρός κι αδιάφορος στοχάσου,
έμπα βαθιά και διάβασε τις ζοφερές του σκέψεις…
*
Λίγα δάκρυα που θα πέσουνε στο τάφο σου
λίγες κραυγές που θα ταράξουν το ταξίδι σου…
Όλα τα ξέρεις, τα συνήθισες κι από άλλοτε στη ζωή σου.
*
Το ξόδι σου ταχειά θα βρη τη γαληνιά του
καθώς, το χώμα το παχύ και νοτισμένο θα σε σκεπάση…
Ιστόρησέ μου τον πικρό σου θάνατο που θάρθη.
Τον υστερνό σου θάνατο μονάχα…
Κι ως θάσαι ασάλευτος κει κάτου,
μεσ’ το κιβούρι σου,
θα ιδής μεσ’ την αλλόφρενη των σκουληκιών ορμή
προς των νεκρών σαρκών σου τη σαπίλα
το φόντο ακέρηο των ονείρων σου…
Και θα πιστέψης τότε…
*
Ζάρωσες κι έγειρες βαρειά την κεφαλή σου
Φτωχέ, δειλέ εαυτέ μου…
Ά, μην κλαις, μην κλαις ηλίθιε, τον πνιχτό
και μαραζιάρη θρήνο!...
Έτσι για χώρατο έπλεξα το παραμύθι αυτό,
ένα γελοίο μύθο.
*
Ντύσου τη χάρη της χαράς,
της ειρωνίας τη μάσκα
κι έλα, σ’ ένα πιοτί, σε μιας γυναίκας το φιλί
να μου ιστορήσης της ζωής τη λησμονιά μονάχα…
---------------------------------------------------
Από το βιβλίο του: «Στοχασμοί της σάρκας και του ονείρου»
Τηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής.



ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ

Ποίημα της Ελένης Θεοφίλου


Πόσες φορές τα μάτια σου
τα είδα λυπημένα…
Πόσες φορές τα ρώτησα
γιατ’ είναι δακρυσμένα…

Κι αυτά δειλά με κοίταξαν,
χαμήλωσαν,
και πια δεν ξαναμίλησαν…

---------------------------------
Το βρήκα μέσα σ’ ένα πολυσέλιδο
σημειωματάριο, με σκληρό εξώφυλλο,
σαν βιβλίο, όπου έγραφαν τότε τις συνταγές
μαγειρικής και ζαχ/κής. Εκείνη έγραφε
εκεί μέσα τους στίχους της.


Σάββατο, Ιουνίου 09, 2012

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος