Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2009

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΗΛΙΟΣ


Του Σπύρου Δαρσινού*

Πρέπει να ήταν χάραμα όταν άκουσα το χτύπημα
στο παράθυρο.
Άνοιξα τα μάτια και είδα τον φρεσκόβγαλτο ήλιο,
ανάμεσα από τις γρίλιες , καταματωμένο
και μαζεμένο κουβάρι από την παγωνιά.
Σηκώθηκα βιαστικά και πλησίασα στο παράθυρο
"'Άνοιξε" μου φώναζε απέξω, «άνοιξε,
δεν βλέπεις ότι είμαι παγωμένος;»
Του άνοιξα με απορία. Δρασκέλισε μετά βίας το περβάζι
και μπήκε στο τέταρτο δωμάτιο.
Μα εσύ, του είπα έκπληκτος, είσαι ο ήλιος,
πώς μπορείς να κρυώνεις, είσαι το φως,
πώς μπορείς να ματώνεις ;
Έτσι νομίζεις; μου είπε τουρτουρίζοντας,
ότι δεν κρυώνει ο ήλιος, ότι δεν ματώνει το φως;
Ναι ,του είπα δειλά.
Μάθε λοιπόν, μου είπε θυμωμένος τώρα,
πως μόλις ξεκίνησα το πρωί έπεσα
επάνω στα σκοτωμένα και ακρωτηριασμένα
παιδιά της Γάζας , του Νταρφούρ, στα πεινασμένα
και βιασμένα παιδάκια της Ασίας και πάγωσα,
πάγωσα από τον πόνο τους...
Προσπάθησα να μπω μπροστά στις βολές των
πυραύλων και με ξέσκισαν, προσπάθησα να ζεστάνω
τις ψυχές των Εβραίων και με γάζωσαν
με τα πολυβόλα.
Προσπάθησα μετά να μπω στα συμβούλια των ισχυρών
γιά να τους παρακαλέσω
και είχαν αλεξίσφαιρα παράθυρα και
κλειστές ψυχές
Πέρασα και από την πατρίδα
που είναι η αγαπητικιά μου,
και καταμάτωσα
το σώμα μου στις σπασμένες τζαμαρίες,
έτρεξα να μπω στο άσυλο των ιδεών,
να φυλαχτώ και με κατάκαψαν με τις μολότοφ.
Όπως βλέπεις λοιπόν και ματώνει
το φως και παγώνει ο ήλιος,
μου είπε εξαντλημένος
αλλά και θυμωμένος μαζί.
Και εγώ τι μπορώ να κάνω;
γιατί ήρθες σε μένα;
τον ρώτησα με ολοφάνερη απορία.
Εσύ δεν είσαι ποιητής;
με ρώτησε κοιτάζοντας στα μάτια .
Ε, ναι, έτσι λένε μερικοί, είπα με σκυμμένο το κεφάλι.
Άκου να δεις, μου είπε αυστηρά, άσε τις ταπεινότητες
και βγες μπροστά, κάνε γροθιά το δικό σου φως.
Δεν ξέρω πως θα το κάνεις, εσύ ξέρεις.
Θέλεις με λυρικότητα; θέλεις με
ελκυστικότητα, θες με κραυγή, με φοβέρα ή οργή,
κάντο όμως γροθιά
και ρίχτο με δύναμη στα μάτια
τού κακού, να δουν όλοι τις φλέβες τού μίσους
πίσω απ’ την υποκρισία.
Κάντο, γιατί αν δεν το κάνεις και συνεχίζεις να
γράφεις για πλατανόφυλλα μαραμένα
και υπερήφανα καμπαναριά,
είσαι και συ συνένοχος των δολοφονιών.
Είχα χλομιάσει .Το είδε, μαλάκωσε κάπως το ύφος του,
κι ύστερα από λίγο μου είπε κουρασμένα:
"Άσε με να ξαπλώσω στο κρεβάτι και ξάπλωσε
και συ δίπλα μου να με ζεστάνεις.
Τον κοίταξα ,και κείνος βιάστηκε να
σκουπίσει δυό δάκρυα που κύλησαν
στις χλωμές παρειές του.
Σήκωσα το πάπλωμα και ξάπλωσε,
έπεσα δίπλα του, σε λίγο αποκοιμήθηκε,
αποκοιμήθηκα κι εγώ.
Οταν ξύπνησα είχε φύγει.
Άπλωσα το χέρι μου στη θέση του, ήταν ζεστή.
Ζεστάθηκε, σκέφτηκα με ανακούφιση.
Σηκώθηκα, και κοίταξα ασυναίσθητα
το δεξί μου χέρι και είδα τα δάχτυλά
μου σαν να ‘τανε αχτίδες.
Τα έσφιξα γροθιά.
Ναι , είπα δυνατά, πρέπει να κάνουμε γροθιά
το ΦΩΣ,
κι ανέβηκα αμέσως στο ανοιχτό παράθυρό μου
και το ‘πα άλλη μια φορά πιο
δυνατά στον ήλιο ...


*Ο Σπύρος Δαρσινός (Νέσβιλ Τενεσί ΗΠΑ)
είναι ποιητής
και Αρχιοινοχόος του Blog
"Θεός στο καφενείο"
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος