Σάββατο, Μαρτίου 06, 2010

ΡΩΜΑΙΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΉ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ



Για μερικές μέρες, "Ο Θεός στο καφενείο" το ιστολόγιό μας, γινεται λαϊκό πανεπιστήμιο. Ο αγαπημένος φίλος, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και συγγραφέας Νίκος Πετρόχειλος, έγραψε για μας (ανταποκρινόμενος σε παράκλησή μου) ένα πολύ ενδιαφέρον και ελκυστικό θέμα. Ο καθένας λοιπόν από σας, ή όποιος περαστικός από το καφενείο, αφού διαβάσει την ανάρτηση, μπορεί είτε να κάνει το σχόλιό του είτε να υποβάλλει τις απορίες ή τις ερωτήσεις του ή να ζητήσει να μάθει περισσότερα για το θέμα. Ο καθηγητής θα απαντήσει σε όλους. Όσοι φιλομαθείς και ανήσυχοι πνευματικά επωφεληθείτε. Φ.Θ.


.


****************************************************



Για τον επιστήθιο φίλο μου Φαίδωνα επιχείρησα το περίπου ανέφικτο : να συμπληρώσω σε ελάχιστες σελίδες πυκνογραμμένου κειμένου μια γενικότατη θεώρηση ενός θέματος, όπως είναι το περί Ρωμαίων και ελληνικής διανόησης, που υπό λιγότερο συμπιεσμένες συνθήκες θα καταλάμβανε τεράστιο αριθμό σελίδων. Αλλά και πάλι θα έλεγα ότι οι αναγνώστες, θαυμαστές και εγκάρδιοι φίλοι του Blog θα έχουν την ευκαιρία να πλησιάσουν έναν κόσμο που πολλά διδάχθηκε και πολλά μάς δίδαξε.

Ρωμαίοι και Έλληνες : πνευματική συμπόρευση
και ανταγωνισμός

του Νίκου Πετρόχειλου
Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



Στις Τουσκουλανές διατριβές του (Ι. 4-5) ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, ένας από τους επιφανέστερους Ρωμαίους ρήτορες, φιλοσόφους και πολιτικούς του πρώτου αιώνα π.Χ., αλλά και όλων των εποχών της λατινικής γραμματείας, προσπαθεί να ερμηνεύσει ένα γεγονός που δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα είχε προκαλέσει κατά καιρούς οδυνηρές σκέψεις και εύλογα ερωτηματικά στους συμπολίτες του : πώς συνέβαινε τομείς σημαντικότατοι στο χώρο του πνεύματος και της τέχνης, όπως ήταν η ζωγραφική, η μουσική και η γεωμετρία, να μην έχουν καλλιεργηθεί από τους συμπατριώτες του, έστω και σε κάποιο επίπεδο ακόμα και ελάχιστα συγκρίσιμο με εκείνο που οι ενασχολήσεις αυτές είχαν επιτύχει στον ελληνικό χώρο; Η ερμηνεία που ο επιφανής δημιουργός έχει να προβάλει είναι ότι «η δημόσια εκτίμηση εκτρέφει τις τέχνες, και είναι η φιλοδοξία εκείνη που προκαλεί έφεση για σπουδές, ενώ παραμελούνται πάντοτε όσες τέχνες αποδοκιμάζονται από το πλήθος».1 Είναι φανερό ότι με τα λόγια του αυτά προσπαθεί να αιτιολογήσει, και σε κάποια έκταση να ερμηνεύσει, την όψιμη εμφάνιση όχι μόνο των παραπάνω τεχνών, αλλά ακόμα και αυτής της ποίησης και, πολύ περισσότερο, της φιλοσοφίας στη Ρώμη. Αντίθετα, για τις πνευματικές εκείνες δραστηριότητες που χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα ως μέσο εκφραστικό ή ως υλικό για καλλιτεχνικούς χειρισμούς, τα ηγετικά στελέχη της Ρώμης είναι απολύτως διαπιστωμένο από την έρευνα των πηγών ότι, κατά τα τέλη των δημοκρατικών χρόνων, δηλαδή γύρω στο δεύτερο μισό του πρώτου αιώνα π.Χ., όχι μόνο έβλεπαν με θαυμασμό και ενθουσιασμό τα ελληνικά επιτεύγματα στους συγκεκριμένους χώρους, αλλά αισθάνονταν επιπλέον την ανάγκη να υψώσουν και το δικό τους ατομικό και εθνικό ανάστημα.
.
Η παρόρμηση για τη δημιουργία μιας εθνικής λογοτεχνίας με κατάλληλη διασκευή και μίμηση των ελληνικών προτύπων είναι πιθανόν να έχει την αρχή της σε πρακτικές ανάγκες περισσότερο, εκπαιδευτικής ή θρησκευτικής υφής, και λιγότερο σε κίνητρα γοήτρου. Το πεδίο της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, που όλο και διευρυνόταν μετά το τέλος του Α΄ Καρχηδονικού πολέμου ( 241 π.Χ.), είναι επόμενο ότι προώθησε καινούριες τάσεις και ενδιαφέροντα, καθώς το φάσμα των ρωμαϊκών διπλωματικών και εμπορικών συναλλαγών, το οποίο όλο και διευρυνόταν, απαιτούσε υψηλότερο επίπεδο πνευματικού μόχθου και επιτεύξεων. Η ανάγκη για ανύψωση του εθνικού γοήτρου είναι κατανοητή ως συνέπεια του όλο και σημαντικότερου ρόλου που η Ρώμη ένιωθε ότι καλείται να αναλάβει στον ελληνόφωνο κόσμο.
.
Το παραπάνω κίνητρο, όσο και σημαντικό αν είναι για τη ρωμαϊκή δημιουργία με αφετηρία τα αιώνια ελληνικά πρότυπα, δεν είναι ασφαλώς και το μόνο. Ο τρόπος -όχι πάντοτε καλοπροαίρετος- που οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τους πνευματικά υποδεέστερους Ρωμαίους θα πρέπει να είχε την επίδρασή του στις προθέσεις, τις επιδιώξεις και τα κίνητρά τους. Υπάρχει ένα περίφημο χωρίο στα λατινικά κείμενα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Το παραδίδει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Ν.Η., ΧΧΙΧ.14) : Ο Τιμητής (Censor) Μάρκος Πόρκιος Κάτων, πολιτικός γνωστότατος για τις συντηρητικές του αρχές, απευθύνεται στο γιο του Μάρκο, σε κάποια από τις επιστολές του. Αφού τον προειδοποιεί για τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της ελληνικής λογοτεχνίας, αναφέρεται σε μια δήθεν συνωμοσία των Ελλήνων γιατρών να εξοντώσουν όλους τους βαρβάρους, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των Ρωμαίων, τους οποίους περιφρονητικά αποκαλούν Οπικούς, αποδίδοντάς τους την ονομασία ενός καθυστερημένου λαού της Ιταλίας. Και ο Κάτων καταλήγει στην επιστολή του : «σου απαγόρευσα να κάνεις παρέα με τους ΄Ελληνες γιατρούς».
.
Οι Ρωμαίοι ήξεραν πολύ καλά ότι με τον ελληνικό όρο «βάρβαρος» εννοείται όχι μόνο ο μη ΄Ελληνας, αλλά και ο απολίτιστος, έννοια που και οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν συχνότατα στα λατινικά κείμενα (πρβλ. Κικ., Rep.,I. 58)· και είναι βέβαιο ότι αντιδρούσαν όχι μόνο σ’ αυτή καθ’ εαυτή την έννοια της πολιτιστικής κατωτερότητας, με την οποίαν ήταν φορτισμένη η λέξη «βάρβαρος», αλλά και –πολύ περισσότερο- στο γεγονός ότι και αυτοί οι ίδιοι κατατάσσονταν από τους ΄Ελληνες στην ίδια πολιτιστική κατηγορία με άλλους λαούς που και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «βαρβάρους».
.
Είναι πολύ πιθανό ότι η αναζήτηση του εθνικού γοήτρου και η αίσθηση της πολιτιστικής κατωτερότητας, η οποία γινόταν ακόμα πιο συνειδητή από τη στάση που και οι ίδιοι οι ΄Ελληνες κρατούσαν απέναντί τους, εισήγαγε ένα στοιχείο άμιλλας και αντιζηλίας στο θαυμασμό των Ρωμαίων συγγραφέων για τα ελληνικά τους πρότυπα και στην, κατά κάποιο τρόπο, άνευ όρων υποταγή τους στην πολιτιστική ακτινοβολία εκείνων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει εχθρική διάθεση, και πολύ περισσότερο μίσος, προς τους ΄Ελληνες προδρόμους. Θα μπορούσε να σημαίνει αγάπη και πόθο για μίμηση. ΄Οταν ο ποιητής Λουκρήτιος στους περίφημους εκείνους στίχους του τρίτου βιβλίου τού εξαίρετου ποιήματος του De rerum natura απευθύνεται στον Επίκουρο, στα χνάρια του οποίου με σεβασμό και αγάπη βαδίζει, η φράση του «όχι τόσο από επιθυμία να σε ανταγωνιστώ, όσο από αγάπη, / γιατί λαχταρώ να σε μιμηθώ» είναι απόλυτα ενδεικτική (Λουκρ., ΙΙΙ. 5-6).
.
Είναι γεγονός ότι με το τέλος της δημοκρατικής περιόδου (περί το 31 π.Χ.) η πρόθεση να δημιουργηθεί μια εφάμιλλη λογοτεχνία στη λατινική γλώσσα είχε εδραιωθεί, μια και η Ελλάδα παρείχε όχι μόνο το υλικό για μίμηση αλλά και τα πρότυπα, προς τα οποία οι Ρωμαίοι μπορούσαν να αναμετρηθούν· αφετέρου, αυτοί οι ίδιοι οι Ρωμαίοι αισθάνονταν ότι ήταν πια σε θέση να αναλάβουν τα ηνία μιας πνευματικής καθοδήγησης του κόσμου, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν καθαρά ελληνοκεντρικός. ΄Αρχισαν λοιπόν να προσπαθούν να ανεβάσουν το επίπεδο της πνευματικής τους παραγωγής, να εξισωθούν, ει δυνατόν, σε τούτο ή εκείνο το λογοτεχνικό είδος και να δικαιολογήσουν, όπως είδαμε ήδη, την όποια έλλειψη ή καθυστέρηση.
.
΄Ετσι, ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων, ως έξοχος ρήτορας, αποκαλείται –τι φυσικότερο;- «Ρωμαίος Δημοσθένης» ( Πλουτ., Μάρκ. Κάτ., 4 / Αππ., Ιβ., 39), πράγμα που σημαίνει ότι ήταν ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ρήτορας της γενιάς του. Ο Ρωμαίος ποιητής ΄Εννιος, ο οποίος θεωρείται ο ουσιαστικός δημιουργός της ρωμαϊκής ποίησης και, μέχρι την έκδοση της Αινειάδας, ο πιο αξιόλογος επικός ποιητής της Ρώμης, αντιστοιχεί ασφαλώς προς τον ΄Ομηρο (βλ. Κικ., Orat., 109 / Oρατ., Ep. II.1.50· πρβλ. αυτ., 28-30), χωρίς βέβαια και εδώ να γίνεται κάποια σοβαρή φιλολογική κριτική, αλλά με αφετηρία πάντοτε το γεγονός ότι η ελληνική λογοτεχνία είχε προηγηθεί χρονικά, είχε δώσει έξοχα αντιπροσωπευτικά δημιουργήματα σε κάθε σχεδόν είδος του γραπτού λόγου και, κατά συνέπεια, αναγνωριζόταν ως το πρότυπο για τη ρωμαϊκή συγγραφική παραγωγή.
.
Είναι όμως γεγονός ότι τα επιτεύγματα του Κικέρωνα και των λογοτεχνών της εποχής του Αυγούστου επέφεραν ορισμένες σημαντικές αλλαγές και κάποιες όψεις της σύγκρισης ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους ΄Ελληνες συγγραφείς αρχίζουν τώρα να απηχούν μια συνειδητή αντιζηλία. Ο Κάτων και ο ΄Εννιος δεν είναι πια τα φυσικά αντίστοιχα του Δημοσθένη και του Ομήρου, γιατί ο Κικέρων και ο Βιργίλιος, ως κατά πολύ αξιολογότεροι, έρχονται να πάρουν τη θέση τους (Koϊντ., ΧΙΙ.11.26). Τώρα πια η ελληνική υπεροχή, ή τουλάχιστον το προβάδισμα, αναφέρεται βέβαια και πάλι συχνά, αλλά συνήθως συνοδεύεται από περισσότερο συγκεκριμένες επιφυλάξεις, εξηγήσεις ή δικαιολογίες.
.
Αυτή τη γραμμή υιοθετεί κυρίως ο Κικέρων. Στα εισαγωγικά κεφάλαια των Tusculanae Disputationes εκθέτει, όπως είδαμε ήδη, τα επιχειρήματά του, όσον αφορά την άσκηση της φιλοσοφίας στο ρωμαϊκό περιβάλλον. Στον έργο αυτό παραδέχεται (Κικ., T.D., I.3.) ότι οι ΄Ελληνες υπήρξαν ανώτεροι από τους Ρωμαίους σε θέματα παιδείας, σπεύδει όμως να συμπληρώσει ότι η νίκη τους είχε μικρή αξία, μια και στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε αντίπαλος, για να τους ανταγωνισθεί. Η Ρώμη, αντίθετα, έκανε βήματα προς την ποίηση σε μια συγκριτικά όψιμη εποχή. Στη συνέχεια αποπειράται να ερμηνεύσει τη βραδύτητα των Ρωμαίων με την έλλειψη εκτίμησης προς τους ποιητές στην πρώιμη Ρώμη, ένα επιχείρημα που χρησιμοποιεί και για άλλα φιλολογικά είδη και μορφές τέχνης.
.
Στον τομέα της φιλοσοφικής γραμματείας ο Κικέρων παραδέχεται πως οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν αργά, και πως δικό του έργο είναι να ανυψώσει τη φιλοσοφία σε λογοτεχνικό επίπεδο στα λατινικά (Τ.D., Ι. 5-6). Προσπαθεί να δείξει ότι ο ρωμαϊκός χαρακτήρας ούτε ανίκανος είναι για φιλοσοφία ούτε την αποστρέφεται.
Aντίθετα, στην περίπτωση της ρητορικής δεν φαίνεται να επιχειρείται μια παρόμοια, χρονολογική αντιμετώπιση. Τα ρωμαϊκά επιτεύγματα στον τομέα αυτό θεωρούνται απολύτως ικανά να συγκριθούν με τα ελληνικά, πράγμα που δεν προβάλλει την ανάγκη ερμηνείας ή ελαχιστοποίησης των ρωμαϊκών ελλείψεων. Και εδώ, όπως είναι φυσικό, ο Κικέρων παραδέχεται το προβάδισμα της Ελλάδας, και ιδιαίτερα των Αθηνών, θα μπορούσαμε όμως να παρατηρήσουμε ότι, ενώ το κάνει αυτό, παρουσιάζει παράλληλα την επίδοση των Ρωμαίων στη ρητορεία, σαν να υπήρχε ήδη πριν αυτοί διδαχθούν τα ελληνικά διδάγματα και υποδείγματα, και σαν να μην υστερούσε σε τίποτα η εγγενής ικανότητά τους. Είναι φανερό ότι η σειρά σκέψης είναι και εδώ η ίδια : κλίση, ικανότητα και κάποια ουσιαστικά επιτεύγματα από τη ρωμαϊκή πλευρά προηγούνται της εισαγωγής της ελληνικής διδασκαλίας.
.
Αλλά και στον τομέα της ιστοριογραφίας ο Κικέρων αντιμετωπίζει τα πράγματα κατά ανάλογο τρόπο, καθώς φαίνεται να υποστηρίζει ότι τα έργα των Ρωμαίων ιστορικών θα ήταν δίκαιο να συγκρίνονται όχι με τους ώριμους άθλους του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, αλλά με τα λιγότερο ώριμα έργα των προκατόχων τους (De orat., II.51). Η δημιουργία λοιπόν ρωμαϊκών αντιστοίχων προς τα ελληνικά πρότυπα είναι υπόθεση του μέλλοντος.
Ως μια άλλη σημαντική δικαιολογία για τη ρωμαϊκή καθυστέρηση στη λογοτεχνία ο Κικέρων θεωρεί την έλλειψη υποστήριξης προς τους συγγραφείς και ποιητές. Η σημασία που ο Κικέρων αποδίδει εδώ στην υπεράσπιση της ποίησης πάνω σε μια σχεδόν πρακτική βάση, ότι δηλαδή αποτελεί αναψυχή για τον άνθρωπο της δουλειάς, ότι τροφοδοτεί τις πηγές ενός ρήτορα και ότι αποτελεί κίνητρο για έντιμες φιλοδοξίες, δείχνει ότι μπορεί, σε ευρεία κλίμακα, να τη θεωρούσαν οι συμπατριώτες του ως απώλεια χρόνου και ως μια χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα επιδίωξη.
.
Θα πρέπει να δεχθούμε ότι, πριν από το τέλος της δημοκρατικής περιόδου (31 π.Χ.), ο συνδυασμός του πολιτικού φιλελληνισμού και του ρωμαϊκού πατριωτισμού είχε δημιουργήσει ένα αίσθημα αντιζηλίας προς την Ελλάδα στον τομέα της λογοτεχνίας. Το αίσθημα αυτό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, μπορούσε να εκφραστεί μόνο με απόπειρες να ερμηνευθούν και να δικαιολογηθούν οι ρωμαϊκές ελλείψεις. Παρόλα αυτά, το έργο των λατίνων συγγραφέων της γενιάς του Κικέρωνα άρχισε να καλύπτει το χάσμα και την πορεία αυτή συνέχισαν οι συγγραφείς της εποχής του Αυγούστου. Μορφωμένοι Ρωμαίοι έφτασαν τελικά στο σημείο να αντιληφθούν ότι είχαν λογοτεχνία άξια για κριτική μελέτη πλάι στα ελληνικά πρότυπα. Η αίσθηση της άμιλλας αποκαλύπτεται με προβλέψεις, ακόμα και αιτήματα ισότητας με τους ΄Ελληνες, και ο αγώνας για την απόσπαση των πρωτείων από την Ελλάδα σε κάθε λογοτεχνικό είδος παρουσιάζεται τώρα ως εθνική επιταγή.
.
Ο τρόπος που ο Κικέρων αντιμετώπιζε τα ελληνικά πνευματικά επιτεύγματα και την αποτυχία των συμπατριωτών του να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο δίνει την εντύπωση ενός συμβιβασμού. Ως φιλέλληνας [πρβλ. τη μνημειώδη φράση του «Philellenes” et sumus et habemur = φιλέλληνες και είμαστε και θεωρούμαστε] και, ταυτόχρονα, ως πατριώτης Ρωμαίος φαίνεται να στέκεται στη μέση, ανάμεσα σ’ εκείνους που ήθελαν να απορρίψουν τον ελληνικό πολιτισμό ή να τον αποδεχθούν υπό όρους και σ’ εκείνους που θεωρούσαν ανέφικτη τη δημιουργία ενός ισάξιου λατινικού πολιτισμού.
.
Είναι γεγονός ότι η αναμφισβήτητη επιτυχία του Βιργιλίου να συγγράψει ένα έπος του διαμετρήματος της Αινειάδας αποτέλεσε όχι μόνο προσωπικό αλλά και εθνικό θρίαμβο. Για τους Ρωμαίους συγγραφείς και ποιητές ο Βιργίλιος είναι ό,τι ο ΄Ομηρος για τους ΄Ελληνες. Ο θεωρητικός της ρητορικής Κοϊντιλιανός στο μνημειώδες έργο του Institutio Oratoria αρχίζει την επισκόπηση της ελληνικής και λατινικής ποίησης με τον ΄Ομηρο και τον Βιργίλιο αντίστοιχα (Ι.Ο., Χ.1.46, 85) και θεωρεί τον τελευταίο ως τον πλησιέστερο στον ΄Ομηρο από όλους τους ΄Ελληνες και τους Λατίνους επικούς ποιητές. Ωστόσο, η τιμή της δεύτερης ή ίσως και της τρίτης θέσης αναφέρεται καμιά φορά ως κίνητρο για προσπάθεια.
.
΄Ετσι, ο Κικέρων παρατηρεί ότι “αυτός που επιδιώκει τα πρωτεία είναι τιμητικό να καταλαμβάνει και τη δεύτερη ή και την τρίτη θέση” (Or., 4). Η πιο σωβινιστική, ίσως, φράση του μεγάλου ρήτορα και φιλοσόφου βρίσκεται στην πραγματεία του Tusculanae Disputationes (II.5), όπου τίθεται το αίτημα όχι μόνο να επιτευχθεί πνευματική ισότητα ή ανεξαρτησία, αλλά και να αναλάβουν οι Ρωμαίοι το ρόλο μιας Ελλάδας που έχει πια αρχίσει να δύει.
.
Ο τρόπος λοιπόν που οι άνθρωποι του πνεύματος στη Ρώμη αντιμετώπισαν τους ΄Ελληνες προκατόχους τους, όπως φαίνεται ιδιαίτερα από τον Κικέρωνα αλλά και από άλλους συγγραφείς, είναι σύνθετος και αντανακλά τις τάσεις που χαρακτηρίζουν τις ελληνορωμαϊκές σχέσεις γενικότερα. Ο θαυμασμός και η αποδοχή του ελληνικού πνεύματος συνδυάζονται με κάποια εθνικιστική απροθυμία να παραδεχθούν την εσαεί ανωτερότητα των Ελλήνων. Κάποιο επίσης πνεύμα αντιζηλίας και συναγωνισμού εκφράζεται στις συνεχείς συγκρίσεις ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους ΄Ελληνες συγγραφείς καθώς και μια τάση να νικήσουν τους ΄Ελληνες στα δικά τους εδάφη.

























































Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος