Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2008

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΚΑΡΕΚΛΑ ΘΕΑΤΡΟΥ





Το σπίτι που έμοιαζε με καρέκλα θεάτρου





‘Ήθελε ακόμη πέντε χρόνια για να πάρει σύνταξη. Δεν περίμενε να τα συμπληρώσει. Την πήρε μειωμένη. Όχι πως βαρέθηκε. Ούτε λόγος. Μα ήθελε ν’ αποτραβηχτεί από τα δρώμενα. Ήθελε να καθίσει σπίτι του, που το παρομοίαζε με καρέκλα θεάτρου, κι από κει να παρακολουθεί θέλοντας και μη τα δρώμενα επί της σκηνής. Το θέατρο που παιζόταν δεν του άρεσε. Όχι γιατί ήταν κομπάρσος. Μα επειδή η υπόθεση ήταν κακή και πάντα η ίδια. Τώρα λοιπόν είχε τη δυνατότητα να βλέπει το θέατρο να παίζεται μπροστά του, πίσω του, γύρω του και παρ’ όλα αυτά να παραμένει έξω από αυτό. Ζούσε μόνος του. Η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει με συγκοπή καρδίας. Ο γιος του ατομικός επιστήμων. Τον είχαν πάρει στην Αμερική. Διαμόρφωνε κι αυτός στα μέτρα των δυνάμεών του την υπόθεση του έργου. Όσα και να έπαιρνε σύνταξη, του έφτανε. Είχε ένα όμορφο σπίτι, διώροφο, πατρικό του, με μεγάλο κήπο. Κατά καιρούς τον είχαν μανιωδώς πιέσει να το δώσει αντιπαροχή για να χτιστεί πολυκατοικία. «Κι αν ακόμα δεν το είχα το σπίτι, θα ευχόμουν να το αποκτήσω για να έχω τη χαρά να σας αρνηθώ την αντιπαροχή, ώστε να ενοχλήσω στο μέτρο που μπορώ, τη ροή της υπόθεσης του έργου». Έτσι τους απαντούσε. Οι εργολάβοι όλο και πλειοδοτούσαν να του πάρουν το σπίτι και κείνος όλο και τους έδιωχνε, πασίχαρος για την κάθε του άρνηση.
*
Ο κήπος του δεν ήταν από τους συνηθισμένους. Ανθοβολώνας, που τον συντηρούσε με μόχθο ευτυχισμένο. Γι αυτό και οι ευωδιές τον παραφύλαγαν στα παράθυρα, που μόλις άνοιγαν ορμούσαν μέσα άτακτα και τον έζωναν, για να του ανταποδώσουν το μόχθο του. Στον πρώτον όροφο, είχε μια ζεστή γωνιά με τις βιβλιοθήκες του γεμάτες μικρά και μεγάλα βιβλία. Τους δίσκους του της μουσικής, το γραφείο του, δυο τριθέσιους καναπέδες – όλα απλές κατασκευές. Στο πάτωμα καρπέτες και στους τοίχους, ένα φωτογραφικό πορτραίτο της γυναίκας του και τέσσερις λαϊκές ζωγραφιές. Ακόμα, μερικά πήλινα κομμάτια τόνιζαν την αρχοντική γραμμή της λιτότητας. Ένα καθιστικό που δεν χρησιμοποιούσε αφού είχε το μικρό ζεστό δωμάτιο. Η κουζίνα και το μπάνιο. Στο δεύτερο όροφο ήταν το υπνοδωμάτιό του, που έφτανε από μια εξωτερική ξύλινη σκάλα. Άνετο και φωτεινό. Κάθε πρωινό στις επτά, ο ήλιος πέρναγε βιαστικά απ’ το παράθυρο και απόθετε απαλά μια καλημέρα στο στήθος του. Στον ίδιο όροφο ήταν το συζυγικό υπνοδωμάτιο, που το είχε μόνιμα κλειδωμένο. Το άνοιγε μόνο μία φορά κάθε χρόνο, την ημέρα που η γυναίκα του τον είχε αφήσει. Έβαζε μέσα μια αγκαλιά λουλούδια κι έβγαζε τα ξερά που είχε αποθέσει τον προηγούμενο χρόνο.
*
Έτσι λοιπόν το σπίτι του, που το παρομοίαζε με καρέκλα θεάτρου, ήταν με την αυτόνομη ομορφιά του μια αντίθεση μέσα στη μαζική ασχήμια του θεατρικού έργου που παιζόταν, με αποτέλεσμα η ασχήμια να τονίζεται περισσότερο και να τον πονά. Ένα πρωινό, πριν καλά καλά ξυπνήσει, έχοντας δηλαδή την αίσθηση πως ξυπνούσε, μα μισοβυθισμένος ακόμα στον ύπνο, έβλεπε λέει…αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πει ο ίδιος:
*
«Ναι! Έβλεπα ολοκάθαρα, όπως βλέπω και σας, πως τα παραπετάσματα της σκηνής του θεάτρου έκλειναν αργά – αργά μέχρι που ενώθηκαν στο κέντρο της. Και τώρα, λέει, θ’ άλλαζαν την υπόθεση του έργου και όλοι θα έπαιζαν διαφορετικούς μα ισοδύναμους ρόλους. Ύστερα είδα να ορθώνεται μπροστά μου ένα ουράνιο τόξο καμωμένο όχι από χρώματα, μα από τα μύρα του ανθοβολώνα μου. Είναι κάτι τέτοιο δυνατόν; Εγώ όμως είδα τα μύρα ν’ αποκτούν οπτική απόσταση. Όσο όμως ξυπνούσα, διαισθανόμουν πως είμαι στο δωμάτιό μου κι όχι σ’ ένα κόσμο φανταστικό. Άρχισα να συνειδητοποιώ την πραγματικότητα, που έπεφτε λέει στο κεφάλι μου σταγόνα – σταγόνα. Σε κάθε σταγόνα που έσταζε, έσβηνε κι ένα κομμάτι ονειρικής θολάδας και στη θέση του πρόβαλλε μια φέτα αλήθειας, σαν φεγγαριού πέντε ημερών. Η πρώτη σταγόνα της πραγματικότητας, πέφτοντας στο κεφάλι μου, αποκάλυψε: -Οι άνθρωποι δεν επωφελούνται από την Ιστορία τους. Την αφήνουν να μαραίνεται.- Η δεύτερη: - Το εγώ του ανθρώπου παράγινε. Του ενός το εγώ, καρφώνεται στο εγώ του άλλου. Η τρίτη: -Οι άνθρωποι βαδίζουν με το ένα πόδι στο δρόμο μιας ανάπηρης εξέλιξης και με το άλλο στην άκρη του χάους. Η τέταρτη: Υπάρχουν συμπολίτες που είναι καλοπροαίρετοι. Που οργανώνονται σε φορείς και κόμματα, για ν’ αγωνιστούν από κει μέσα ν’ αλλάξουν την υπόθεση του έργου. Τελικά αναγκάζονται να παίξουν κι αυτοί, όπως οι άλλοι το θέλουν. Η Πέμπτη σταγόνα μου είπε: Τα άλλα τα ξέρεις. Τι να σου λέμε, αφού ξύπνησες κιόλας. Πετάχτηκε όμως πάλι η δεύτερη σταγόνα και μου φώναξε:
-Πρόσεχε! Όλοι να μας σώσουν θέλουν.
*
Ξύπνησα για τα καλά έχοντας ξαναπροσγειωθεί στην καρέκλα μου του θεάτρου, που την παρομοιάζω με το σπίτι μου. Μια θλίψη ντυμένη με οργή φουρλίστηκε μέσα μου κι έκανε τα φύλλα της ψυχής μου ν’ ανεμίσουν ανήσυχα. Σίγουρα κάτι πρέπει να κάνω για την υπόθεση του έργου. Τι όμως; Το μόνο που κατάφερα στη ζωή μου, ήταν να ξεκαρφώνω τα εγώ των άλλων από πάνω μου. Τώρα βέβαια το ότι αρνήθηκα να παίζω ένα δοσμένο ρόλο στο έργο είναι ένα βήμα αλλά φτάνει; Πώς όμως ν’ αλλάξω μόνος μου μια υπόθεση που εκατομμύρια άλλοι υφαίνουν;
*
Το πρωί της άλλης μέρας, οι περαστικοί φρενάριζαν τη βιασύνη τους μπροστά στο σπίτι του, καθώς αντίκριζαν ένα τεράστιο πανώ, που κάλυπτε τη μισή πρόσοψη του σπιτιού του κι έγραφε με μεγάλα και ξεκούραστα γράμματα:

ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΝΤΑΙ:
ΜΙΚΡΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΤΑΦΟΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ.
ΛΗΞΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ:
ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Φαίδων Θεοφίλου
Από το βιβλίο «Ο Θεός στο καφενείο»
Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1994
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος