Στάθηκε στη λιακάδα του πρωινού. Μέτραγε τις πέτρες στο λιθόστρωτο σάρωνε τα χρώματα στα μάτια των ανθρώπων. Η μνήμη, ανάδευε τα χρόνια του. Άγγιξε το μάγουλο στην κολόνα φορώντας τα χάδια που πεθύμησε… Μου λείπεις, ψιθύρισε, όπως η ψυχή απ’ το σώμα. Με μουσικές επουλώνω την απουσία σου και σ’ αγαπώ. Όσο για κείνην, κανείς δεν ήξερε στ’ αλήθεια αν υπήρχε… *************************************** |
| | | |