Πέμπτη, Μαΐου 31, 2012

ΣΕ ΤΙ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ;


Του Φαίδωνα Θεόφίλου-Από τη συλλογή ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΙΚΡΑ- ΣΑΝ ΜΕΓΆΛΑ


-Σε τι χρησιμεύει η ποίηση;
Με ρώτησε ξαφνικά κάποιος απ’ την παρέα.
-Η χρησιμότητά της έγκειται στο ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτα
αφού δεν ανήκει σε αυτά που εννοούμε χρήσιμα, του απάντησα.
Ένα παράδειγμα από την καθημερινή ζωή: Ένα πρόβατο είναι
χρήσιμο αφού δίνει το γάλα το μαλλί και το κρέας του.
Η γάτα όμως σήμερα σε τι μας είναι χρήσιμη;
Ξαπλώνει στην πιο απαλή επιφάνεια του σπιτιού,
θέλει τα παιχνίδια της, θέλει το φαγητό της, θέλει τα χάδια της,
κάνει τις ζημιές της κι όμως την αγαπάμε. Με την στενή έννοια
της χρησιμότητας θα μας ήταν άχρηστη. Το χουρχουρητό της,
μάς κάνει να νιώθουμε τρυφερά κι ακόμα περισσότερο, όταν
η αφή μας αισθάνεται την απαλότητα της γούνας της. Το χάδι που
της δίνουμε έχοντάς την αγκαλιά, επιστρέφει σε μας, πιο όμορφο
απ’ όσο της το δώσαμε…
Η γάτα λοιπόν, μας δίνει κάτι που δεν βλέπουμε.
Όχι κάτι χειροπιαστό με άμεσο όφελος.
Μας κάνει όμως να νιώθουμε καλύτερα.
Και η ποίηση, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο.
Για λέγε, μου είπε ο κάποιος της παρέας, που τελικά λεγόταν Στέλιος.
Δίνοντας λοιπόν ένα άλλο νόημα στη «χρησιμότητα»,
συνέχισα εγώ, θα έλεγα ότι η ποίηση μάς βοηθάει
να μεταφερθούμε από το πεδίο του πρακτικού και του
χρησιμοθηρικού , στο πεδίο του «περιττού».
Ένα είδος περιττού, που αν δεν το αντιληφθούμε ποτέ,
θα έχουμε επιβιώσει και χωρίς αυτό.
Ένα είδος «περιττού» λοιπόν, όπως είναι η Ποίηση
και η Τέχνη γενικότερα, που αν όμως το προσεγγίσουμε,
αν το αισθανθούμε να δρα μέσα μας, αν το κάνουμε μέρος
της ζωής μας, δεν θα έχουμε μόνο επιβιώσει
αλλά και ΖΗΣΕΙ…



Ο Πρώτος πίνακας είναι του ζωγράφου ΜΠΟΚΟΡΟΥ. 
Ο δεύτερος της Ι.ΑΣΣΑΝΗ.

All rights reserved





Κυριακή, Μαΐου 27, 2012

Α Π Ε Ν Α Ν Τ Ι Σ Τ Ο Μ Α Υ Ρ Ο


Φαίδωνα Θεοφίλου  (Ο Κύκλος της κοντινής ξαδέλφης -Μονόλογοι στη Σαπφώ)


Στη ζωή των χρωμάτων,  συμπρωταγωνιστής το Μαύρο.

Λίγο απ’ το  είναι  του  στο κάθε χρώμα, 

 λαμπερές  γεννά αποχρώσεις.

Το θέμα είναι όταν βρεθείς,  μόνο μπροστά  σε Μαύρο...

Όταν κυριευτείς  από αυτό, 

νομίζοντας πως  σ΄ άλλο χρώμα διέξοδο  δεν έχεις…

Όταν,  διαχυθεί στο ηθικό, στο πνεύμα, στις αρτηρίες 

σαν χημικό υγρό σε ακτινοσκόπηση.

Λίγο πριν αφεθείς  στο Μαύρο

να σε ρουφήξει  σε μια ολική ηδονή , 

λίγο πριν να τεθεί σε κίνηση  

 ο μηχανισμός του βίαιου  τέλους…

Θυμήσου τα καρδιοχτύπια, 

 στους δρόμους τους στενούς της πόλης σου,

τα λιγωμένα δειλινά απ’ τα αρώματα 
των λουλουδιών στους κήπους

και πες με σταθερή φωνή την τελευταία σου επιθυμία,  

σα να ξορκίζεις την κυριαρχία του μαύρου ανάστροφα:

Κόκκινο! Ρόδινο! Λευκό! 







Τρίτη, Μαΐου 22, 2012

Ο ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΟΣ


Φαίδωνα Θεοφίλου -Από τη συλλογή ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΙΚΡΑ-ΣΑΝ ΜΕΓΑΛΑ


Ο μοναχικός εκείνος άνθρωπος στην σχεδόν απρόσιτη ακρογιαλιά με την καλύβα του, ήταν  σημείο αναφοράς  της περιοχής, που τελευταία δεν ήταν και τόσο ήσυχη, αφού αρκετοί ήταν οι επισκέπτες που αψηφούσαν το απρόσιτο της ακτής, προκειμένου να απολαύσουν μια, κατά τη γνώμη τους, αμόλυντη θάλασσα.
Καθόταν σ’ ένα πεζούλι κι ακουμπούσε την πλάτη στο τοίχο της καλύβας του. Όλη τη μέρα, χάζευε  το πήγαιν’ έλα του φλοίσβου κι άλλοτε άφηνε το βλέμμα του μετέωρο και ταξίδευε στα εσωτερικά του τοπία. Το βράδυ έμπαινε στη καλύβα για ύπνο. Ακραία λιτοδίαιτος. Πέρναγαν πότε- πότε βαρκάρηδες και του άφηναν το φαγητό τους απ’ το σπίτι που δεν έφαγαν και λίγα ψάρια. Αν δεν πέρναγαν, θα πέθαινε από ασιτία χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Ο Παραμυθένιος. Έτσι τον έλεγαν οι κάτοικοι του διπλανού χωριού, έτσι τον μάθαιναν και οι επισκέπτες. Παραμυθένια κι η περιοχή απ’ το παρωνύμι του.

 Τα βράδια, όταν είχε πολύ αέρα και τρικυμία, έβγαινε και περπατούσε κατά μήκος της ακτής λες κι ήθελε να πάρει τη δόση του. Τη δόση μιας μυστικής έντασης.  Δεν μιλούσε για τα καθημερινά πράγματα. Γενικώς δεν μιλούσε. Μόνο μια ιστορία έλεγε, κι αυτήν μόνο σε όσους συμπαθούσε και το ένστικτό του έλεγε ότι μπορούσε να τους εμπιστεύεται. Την ίδια πάντα ιστορία. Αλλά κάθε φορά την έλεγε σα να είχε πυρετό. Σα να ήταν κάθε φορά η πρώτη του διήγηση.

Οι βαρκάρηδες την είχαν ακούσει περισσότερες από μία φορές όταν έβγαιναν έξω και τώρα πια όταν  του έδιναν τα φαγητά, προφασίζονταν δουλειές για να φύγουν γρήγορα. Όχι ότι δεν ήθελαν να ακούσουν την ιστορία ξανά και ξανά αλλά δεν άντεχαν τον πυρετό του. Νόμιζαν ότι θα τον έβλεπαν να λιώνει, διηγούμενος, ώσπου να γίνει μια υγρή κηλίδα στο έδαφος.

Αντίθετα οι παραθεριστές που  κατάφερναν να φθάσουν στην απρόσιτη αυτή ακτή,  και άκουγαν την ιστορία, έφευγαν σοκαρισμένοι και συγκινημένοι. Ένας απ’ αυτούς μαζί με την κοπέλα του, σταυροπόδι στη βοτσαλωτή  ακτή, επανέλαβε τη ιστορία σε κάποιους άλλους που ο Παραμυθένιος δεν ήθελε να τους μιλήσει, πετώντας στη θάλασσα τα πιο στρογγυλά βότσαλα που έβρισκε μπροστά του: «Η ιστορία  δεν είχε πρόλογο. Δεν είχε ονόματα ούτε έλεγε που συνέβη. Εστιαζόταν κατ’ ευθείαν στην ουσία της κι άρχιζε έτσι:

Σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο,  πάνω σ ’ένα μεγάλο ομορφοστρωμένο κρεβάτι, ήταν μια γυναίκα ξαπλωμένη ολόγυμνη. Ο νέος άντρας που ήταν κοντά της,  είχε δίπλα του δύο καλάθια γεμάτα με ροδοπέταλα. Κάθε τόσο, έσκυβε πάνω από το σώμα της, το φιλούσε και στο σημείο που άφηνε το φιλί, έβαζε ένα ροδοπέταλο. Έτσι με αμέτρητα φιλιά και ροδοπέταλα σκέπασε όλο της το σώμα. Έψαχνε μέρες να βρει πώς θα έκανε την αγάπη που ένιωθε, να «φαίνεται» και βρήκε αυτόν τον τρόπο, με την ευτυχία  να φαίνεται επίσης, όπως όταν αγαπάς και το δείχνεις. Η γυναίκα ήταν αφημένη    στα αισθήματά του που άνθιζαν γύρω της με ερωτικήν αγιότητα. 
Πότε – πότε της τραγουδούσε σιγανά, ώσπου  αποκοιμήθηκε, με το σώμα της  σαν κεντημένο με φιλιά και χρώματα. Ο άντρας γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται στη Μήτρα της Γυναίκας, στη Μήτρα της Ζωής, στη Μήτρα της Γης, στη Μήτρα της Ανατριχίλας, στη Μήτρα των Ιδεών, στη Μήτρα της Αγάπης, στη Μήτρα της Δημιουργίας, στη Μήτρα του Καλού.
Στο μεταξύ, όσο προσευχόταν ο άντρας, μια ρωγμή είχε ανοίξει στον ορίζοντα, απ’ όπου σαν αστραπή, ξεχυνόταν μια μουσική που έφτανε ως το δωμάτιο, γαλήνευε την ατμόσφαιρα και συνόδευε τη ροή της προσευχής τού άντρα.

Την επόμενη μέρα, ο άντρας,  αποτύπωσε άλλα φιλιά στο κορμί της και φρέσκα ροδοπέταλα. Ο Έρωτας  όμως, έπαιρνε τα ρίγη από το σώμα της γυναίκας, έπλεκε μ’ αυτά ένα απαλό στη αφή αλλά δυνατό στην αντοχή σκοινί και έδεσε μ ’αυτό  τον άντρα μαζί με τη γυναίκα που είχε ανασηκωθεί, ενώ τα ροδοπέταλα πέφτοντας από το σώμα της, είχαν στρωθεί στο κρεβάτι. Ο ένας προσπαθούσε να χωρέσει μέσα του το είναι του άλλου, με γέφυρα τη γυμνότητα . Μεθυσμένοι από ηδονή, αφήνονταν να τους παρασύρουν τα κύματα του Έρωτα, κάτω από το γλυκό βλέμμα του Θεού και των Αγγέλων Του.

Η εισβολή της Άνοιξης στο  δωμάτιο, έγινε λίγο πριν από τη Μεγάλη κορύφωση και για το χατίρι της Γυναίκας και του Άντρα: Από Εποχή του χρόνου, συμπυκνώθηκε σε  μια μεγάλη Στιγμή για να χωρέσει στο  χρόνο και στο χώρο του Έρωτά τους. Μυριστικά βότανα και λουλούδια άφησαν την ανάσα τους στο δωμάτιο, Αυγά πουλιών ράγιζαν κι εμφανίζονταν οι νεοσσοί. Τιτιβίσματα παντού στο δωμάτιο, σπόροι να σκάνε, να πρασινίζει ο χώρος, αγκομαχητά ν’ ακούγονται από τα έγκατα της γης, να συσπάται η γήινη Μήτρα  και να γεννάει να γεννάει να γεννάει… 

Το ένα σώμα διεκδικούσε απελπισμένα το άλλο μέσα σ’ ένα κυματισμό σπασμών και λυτρωτικών λυγμών. Στην Κορύφωση, το σώμα του Άντρα, πέρασε - διαχύθηκε στο σώμα της Γυναίκας για να επανακυοφορηθεί...


Λίγο μετά  τη διήγηση της ιστορίας ο παραθεριστής, ξέσπασε σε λυγμούς. Η φίλη του πήρε το κεφάλι του στην αγκαλιά της, το χάιδευε και το φιλούσε παρηγορώντας τον. Στις ερωτήσεις των άλλων, εξήγησε ανάμεσα στα αναφιλητά του, ότι χθες το μεσημέρι ήρθαν δύο νοσηλευτές εδώ κι αφού πέρασαν το μανδύα στον Παραμυθένιο, τον πήραν με ένα ταχύπλοο, για το ίδρυμα των ψυχικώς διαταραγμένων ατόμων. Πρόλαβε να δει τον Παραμυθένιο στο ταχύπλοο, με τα μάτια του να λάμπουν κι ένα σίγουρο όσο και γλυκό μειδίαμα στα χείλη του. Ήταν βέβαιο ότι είχε πια μόνιμα κατοικήσει μέσα στην ιστορία του… 













Δευτέρα, Μαΐου 21, 2012

Η ΠΟΡΤΑ ΤΡΙΖΕΙ, ΗΡΘΕ Ο ΕΡΩΤΑΣ….



Απόσπασμα από το βιβλίο μου Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ-Εκδ. Αλεξάνδρεια

Η πόρτα του δωματίου έτριξε.
Γύρισα να δω, με την κρυφή χαρά πως η διαίσθησή μου θα δικαιωνόταν.
Πράγματι. Η μισή ομορφιά ήταν μέσα στο δωμάτιο
κι η άλλη μισή καλυπτόταν ακόμα από την πόρτα.
Ήμουν βέβαιος πως είχε φθάσει η μεγάλη στιγμή των σωμάτων.
Πυρετός με συνεπήρε που απλώθηκε  αστραπιαία στο σώμα μου,
όπως κόκκινη  κηλίδα  στην επιφάνεια του νερού.
Προχώρησε με αργά βήματα και στάθηκε απέναντί μου.
Το πρόσωπο και τα μαλλιά της έλαμπαν. Τα μάτια της με χάιδευαν.
Το δωμάτιό μου ήταν ο πιο όμορφος χώρος που μπορούσε να μείνει άνθρωπος.
Κοιταζόμασταν, δεν ξέρω πόση ώρα,  σιωπηλοί,
ταξιδεύοντας ο ένας στα μάτια του άλλου.
Ο καθένας μας ένιωθε να είναι το μισό του όλου.

Γυμνότητα
Η δόξα του θέρους των σωμάτων.
Χυμώδη κόκκινα σταφύλια
που τα καταδέχεται ο ήλιος.
Άνθη μυγδαλιάς.
Βρεγμένη γη.
Ροή μελιού.
Υγρασία ψυχής.

Άπλωσε το χέρι της στο μέτωπό μου. Ήρθε πιότερο κοντά μου.
Μου έβγαλε με αργές κινήσεις το πουκάμισο και με φίλησε στο στήθος.
Με ξέντυσε κι απ’ το παντελόνι που σωριάστηκε στα πόδια.
Ξεκούμπωσα ένα-ένα τα κουμπιά  της γαλάζιας ρόμπας της.
Το δέρμα κάτω από τα μάτια της είχε πάρει ένα ρόδινο χρώμα.
«Να συλλέγεις το ρόδινο όπου το βρίσκεις»,
Τράβηξε τα χέρια της μέσα από τα μανίκια της ρόμπας που κρατούσα.
Ήταν ολόγυμνη.
Αγκαλιαστήκαμε απαλά ακουμπώντας τα σώματά μας.
Χαθήκαμε στο φώς.



 










Τετάρτη, Μαΐου 16, 2012

ΑΥΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ






Η πρωινή αύρα με βρήκε καδραρισμένο στο παράθυρο. Πέρασε μέσα από τα μαλλιά μου,   αφήνοντας  τη φρεσκάδα  και την απαλότητά της….

Ρεμβάζοντας την άπλα της θάλασσας, μου ήρθε  μια σκέψη από το βιβλίο του φίλου μου Στράτου Λιακάτου, «Ο Μεγάλος ονειρευτής»: «Όλοι θα αθωωθούν, γιατί κανείς δεν ζήτησε να υπάρξει»…  Τρυφερότητα λοιπόν και άφεση για δικαίους και αδίκους…

Πάνω από το παράθυρο, τα χελιδόνια είχαν  χτίσει φωλιά, προστατευμένη από την απόληξη της στέγης  και μέσα της, ήδη τέσσερα νεογέννητα χελιδονάκια έκαναν μια ευχάριστη φασαρία, που αισθανόσουν ότι θα σου έλλειπε αν δεν υπήρχε..

Ξαναγύρισα στη σκέψη του φίλου μου και  την προχώρησα με τη δική μου: Κανείς λοιπόν δεν ζήτησε να υπάρξει, και αφού υπήρξε, κανείς δεν ζήτησε να πεθάνει… Εκτός, από κείνους  που περνούν σε μια άλλη μορφή συνείδησης: Τους αυτόχειρες. Που δεν το ζητούν αλλά το αποφασίζουν μόνοι τους. Είναι και αυτό ένα είδος αξιοπρέπειας…

Τα χελιδόνια-γονείς, πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας τροφή για τα μικρά τους. Μάδησα στο περβάζι, ένα κομμάτι κέικ αμυγδάλου σε ψιχουλάκια, και αποτραβήχτηκα  στο βάθος του δωματίου, για να μη φοβούνται τα χελιδόνια. Σε λίγα λεπτά, τα ψίχουλα είχαν εξαφανιστεί.  Συνέχισα ν’ απολαμβάνω τον καφέ μου στο παράθυρο, μέσα σ’ ένα φως, που περιέγραφε με ένταση  σχήματα και εικόνες.

Έτσι λοιπόν, συνέχιζε να απλώνεται σα νήμα η σκέψη μου:  Όλοι εμείς που δεν ζητήσαμε να υπάρξουμε αλλά ούτε και να πεθάνουμε, είμαστε περιορισμένοι ο καθένας στο δικό του Α και Ω. Στο δικό του διάνυσμα, μικρό, μεσαίο ή μεγάλο.

Κάποιοι, διαγράφουν μια συγκεκριμένη και συνειδητή πορεία, αφήνοντας για τους επόμενους, αποτυπώματα, σπόρους, γεύσεις και αρώματα.

Άλλοι, ζουν σε ένα περιφρουρημένο πλούτο, νομίζοντας ότι πορεύονται. Στην πραγματικότητα  μένουν ασάλευτοι, συσσωρεύοντας  λαμπερές φλούδες…

Κάποιοι, οι περισσότεροι, προσπαθούν από το Α  ως το Ω τους, να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό , έτσι που,  το Ω, να  τους φαίνεται αδιάφορο…

Τέλος , υπάρχουν και κείνοι που ζουν σαν τα πουλιά και τα τζιτζίκια: Τραγουδάτε και μη μεριμνάτε για το αύριο…

Λίγο μετά, όλα αυτά έγιναν ένα μικρό σύννεφο,

 που εξαχνώθηκε

 μέσα στη ζεστή γυμνότητα

 μιας  αγκαλιάς…







Πέμπτη, Μαΐου 10, 2012

ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

                                                                                                 Φαίδωνα Θεοφίλου


Το βράδυ πήρα την καρέκλα μου και κάθισα στο παράθυρο του δωματίου μου. 
Μια βραδιά έναστρη και δροσερή.

Μια δροσιά, ίσα που να την ανέχεσαι χωρίς να κρυώνεις.
Ένιωθα ανάλαφρος και ήρεμος, σαν τη βραδιά που είχα μπροστά μου.
Οι σκέψεις μου ακκίζονταν μέσα στη δίψα μου για το ανέκφραστο 
αλλά κυρίαρχος στη σκέψη μου ήταν ο πόνος.

«Όχι ο πόνος που διαταράσσει την αταραξία μιας προβλέψιμης ζωής, που εκτείνεται σαν μια κομψή ίσια γραμμή, αλλά ο πόνος που προέρχεται από την εγρήγορση του ανθρώπου, από την αγωνία, που διαχέεται μέσα του και δεν ξέρει προς τα πού να την κατευθύνει. Ο πόνος που μας βοηθάει να γνωρίσουμε τα βάθη μας. 

Ο πόνος αυτός, που δεν είναι μια παγερή παθητικότητα αλλά μια θερμή ενεργητικότητα, ένας σεμνός ηρωισμός δίχως θόρυβο, ήσυχος και διαρκής».

Έχω την αίσθηση πως οι άνθρωποι που κουβαλούν αυτής της ποιότητας τον πόνο, διατηρούν μέσα τους, ένα μυστικό φώς. 
Έχουν λόγο ατόφιο, απέριττο με σημαντικό περιεχόμενο.

Τέλος, πιστεύω  ο  πόνος αυτός είναι ένα εφαλτήριο για υψηλές πνευματικές αναβάσεις και καταστάσεις, για συναντήσεις με την τριάδα που λέγεται Θεός, άνθρωπος, εαυτός.

Κι ενώ οι σκέψεις αυτές περνούσαν σαν παφλασμοί από το κεφάλι μου, ένα άστρο έπεσε από τον ουρανό.
Δεν πρόλαβα να κάνω μιαν ευχή.







  




*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ¨" Εκδ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ -2001







Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος