Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ

Η ζωγραφική είναι της Toni Grote


Άφησε το γραφείο πίσω του να ξεμακραίνει ο κ. Πλάτων και παίρνοντας δεκαπέντε αυγουστιάτικες μέρες άδεια, έφθασε στη Χλωρίδα για διακοπές. Ο κ. Πλάτων ήταν πενηντάρης και χωρίς οικογένεια.
Η Χλωρίδα ήταν μια καμπίσια τοποθεσία με πολλή βλάστηση και οξύτατες αποχρώσεις του πράσινου. Τον κάμπο πίσω του και γύρω – γύρω, πλαισίωναν βουνά, φορτωμένα με μικρά και μεγάλα δέντρα, ενώ μπροστά στον κάμπο, απλωνόταν σαν αυτονόητη υγρή προέκταση η θάλασσα.
Ο κ. Πλάτων, είχε την αίσθηση πως είχε προϋπάρξει στο φυσικό τούτο περιβάλλον. Γνώριζε ως και στα κατάβαθα της ψυχής του, το μουρμουρητό τού δάσους και των φυλλωμάτων που ανάδινε η εξέλιξη της φυτικής ζωής και της ροής των χυμών στα σώματα των δέντρων. Τα σιγοψιθυρίσματα και τα τραγούδια των πουλιών. Του φαίνονταν τα πουλιά σαν παλιοί γείτονες. Δίχως να κατάγεται από χωριό ο κ. Πλάτων κι έχοντας περάσει όλα τα χρόνια του σε μια πολύβουη πόλη, είχε την βεβαιότητα πως ήταν μια συνέχεια σ’ αυτό το περιβάλλον. Σα νά ‘χε κοιμηθεί κάτω απ’ τα φυλλώματα που ήλιος δεν τα πέρναγε. Σα νά ‘χε στήσει παγίδες για λαγούς κι άλλα ζώα, εξασφαλίζοντας το φαϊ της μέρας. Σα να ‘χε κλέψει άγριο μέλι, κυνηγημένος και τσιμπημένος απ’ τις μέλισσες. Σα νά ‘χε με πρωτόγονο καμάκι ψαρέψει και ψήσει τα ψάρια του στη θράκα. Λες κι είχε ξοδέψει όλα τα χρόνια του εδώ. Όχι ξοδέψει. Τα είχε περάσει κρίκους στο ανάστημα των δέντρων και κάθε άνοιξη στα γενέθλιά του μεταλάμβανε χλωροφύλλη. Απολάμβανε τον περίγυρό του μ’ όλη την ένταση των αισθήσεών του ο κ. Πλάτων, κι ανήκε εκείνος σ’ αυτόν κι αυτός σε κείνον. Έπεφτε στη θάλασσα και δεν ξεχώριζε αν αυτός την αγκάλιαζε ή εκείνη αυτόν. Το κορμί του τσιμπούσαν ανείπωτες χαρές κι ο χρόνος ροκάνιζε αργά αλλά αδυσώπητα τις μέρες.
΄Ετσι πέρασαν οι δεκαπέντε μέρες της άδειας. Πέρασαν δεκαοχτώ. Είκοσι δύο μέρες. Ο κ. Πλάτων βρισκόταν ακόμα στη Χλωρίδα. Είχε παραβιάσει την άδειά του κατά επτά μέρες. Ο φόβος για τις συνέπειες γλίστρησε και σφηνώθηκε ανάμεσα στο θώρακα και στο στομάχι. Αν τον έδιωχναν απ’ την εταιρεία, πού θά ‘βρισκε εργασία σε τέτοια ηλικία; Η Χλωρίδα τον τραβούσε σαν Κίρκη, να μείνει. Διαπίστωνε όμως με θλίψη πως η ικανότητά του να επιβιώσει μονάχος του στη φύση και να παίρνει αυτά που του ανήκουν, είχε ξεφτίσει. Βλέπεις τόσα χρόνια είχε μια οργανωμένη ζωή. Πούλαγε τη δουλεία του, έπαιρνε χρήματα κι αγόραζε αυτά που δικαιούνταν από τη φύση και τη ζωή δωρεάν. Τώρα θα έχουν έρθει ήδη οι λογαριασμοί του νερού, του ηλεκτρικού και του τηλεφώνου, σκέφτηκε. Το νοίκι που πρέπει να πληρωθεί. Η τηλεόραση θα μεταδίδει ζωντανά τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις απ’ το κύπελλο των εθνών.

Ένιωθε να έχει δυο ρίζες και να τον τραβολογούν αλύπητα, η κάθε μια για λογαριασμό της. Ήθελε να μείνει για πάντα. Ο διευθυντής του θα χειρονομούσε τώρα έξαλλος πάνω από το γραφείο του. Πρέπει να γυρίσω πίσω, σκέφτηκε. Πρέπει να γυρίσω οπωσδήποτε. Αλλά αν πρόκειται να με απολύσουν, να μείνω καλύτερα εδώ. Ένα αίσθημα ανασφάλειας διαχεόταν σαν ηλεκτρισμός μέσα του κι έφτανε ως τις άκρες των νυχιών του. Κάτι σαν βαρίδι στο στομάχι του, έκανε μια τρεμουλιαστή γέφυρα μέχρι το λαιμό του. Κάθισε στα ριζά ενός πλάτανου κι έπιασε απελπισμένος το κεφάλι του.
Ξάφνου, μια φωνή ακούστηκε από μέσα του. Φωνή που θαρρείς και χτύπαγε στα τοιχώματα χαράδρας για να γίνει ηχώ:
«
Τον κόσμο που τώρα αποφεύγεις, εσύ τον έφτιαξες. Δεν είναι λίγο αργά για να τον αρνηθείς;»
Ο κ. Πλάτων, έσκισε ένα φρέσκο πλατανόφυλλο στα δύο κι ύστερα στα τέσσερα. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον ουρανό που ήταν ολοκάθαρος, κι άφησε τον εαυτό του
να χύνεται, να χύνεται, ώσπου απορροφήθηκε εντελώς από το χώμα που κάλυπτε τις ρίζες του πλάτανου…
Από το βιβλίο"Ο Θεός στο καφενείο" Εκδ. ΑΛEΞΑΝΔΡΕΙΑ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος