
Θυμάσαι κοντινή ξαδέρφη,
το Καλοκαίρι που πήγαινε μπροστά
μ’ ένα τσαμπί, στα χέρια του, σταφύλι;
Τη Μεγάλη Μάνα που κρατούσε απ’ το χέρι
το Φθινόπωρο με τα υγρά του μάτια;
που ΄χε στην αγκαλιά της το Χειμώνα
να της βυζαίνει αχόρταγα το στήθος
και στην κοιλιά την Άνοιξη
να τεντώνει, πράσινα την υγεία της;
Ταίριαζε τότε το φιλί παντού
όπως κι οι μενεξέδες…
Τα κορίτσια δίπλα στη θάλασσα
κολυμπούσαν στο φως
γλιστρούσαν σε σκέψεις αρσενικές.
Η Ελένη άνοιγε τα δώρα της.
Η Ευτυχία γύμνωνε το σώμα της
με τα γράμματα του ονόματός της.
Η Θάλεια έπλαθε τ’ αμυγδαλωτά
με τα λευκά της χέρια.
Η Ιωάννα ψηλάφιζε
τη γύρη της εφηβείας της.
Εσύ ξαδέλφη, λίγο πριν να φανεί πανσέληνος,
ράντιζες τα σεντόνια αρώματα…
Και κει στην άκρη τ’ ουρανού,
ο Θάνατος να σκάει από τη ζήλεια…
το Καλοκαίρι που πήγαινε μπροστά
μ’ ένα τσαμπί, στα χέρια του, σταφύλι;
Τη Μεγάλη Μάνα που κρατούσε απ’ το χέρι
το Φθινόπωρο με τα υγρά του μάτια;
που ΄χε στην αγκαλιά της το Χειμώνα
να της βυζαίνει αχόρταγα το στήθος
και στην κοιλιά την Άνοιξη
να τεντώνει, πράσινα την υγεία της;
Ταίριαζε τότε το φιλί παντού
όπως κι οι μενεξέδες…
Τα κορίτσια δίπλα στη θάλασσα
κολυμπούσαν στο φως
γλιστρούσαν σε σκέψεις αρσενικές.
Η Ελένη άνοιγε τα δώρα της.
Η Ευτυχία γύμνωνε το σώμα της
με τα γράμματα του ονόματός της.
Η Θάλεια έπλαθε τ’ αμυγδαλωτά
με τα λευκά της χέρια.
Η Ιωάννα ψηλάφιζε
τη γύρη της εφηβείας της.
Εσύ ξαδέλφη, λίγο πριν να φανεί πανσέληνος,
ράντιζες τα σεντόνια αρώματα…
Και κει στην άκρη τ’ ουρανού,
ο Θάνατος να σκάει από τη ζήλεια…
Φ αίδων Θεοφίλου (Από τον κύκλο της κοντινής ξαδέρφης)
