Παρασκευή, Μαρτίου 28, 2008

H ΓΕΥΣΗ ΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Φωτογραφία:Δημήτρης Ταλιάνης

Μη νομίσετε πως πρόκειται για κάποιο μακρινό και παράξενο ταξίδι. Για τον τόπο μου πρόκειται. Τη Μήθυμνα, στη βόρεια πλευρά της Λέσβου, που απέναντί της έχει τις τουρκικές ακτές και το ακρωτήριο Μπαμπά απ’ το οποίο 9 μίλλια πιο πάνω, προς τα βόρεια, βρίσκεται το η αρχαία Τροία. Φτάσαμε πρωί με τον Ορέστη. Συννεφιά, με τη αναιδή δροσιά τού Μάρτη να προσπαθεί να χωθεί κάτω απ’ τα ρούχα μας. Λογαριάσαμε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στο κτήμα και στο σπίτι και ειδοποιήσαμε τα συνεργεία. Μετά το μεσημέρι αποφασίσαμε να πάμε στην Εφταλού, στην ταβέρνα του Μανώλη Κανδύλη.
Εφταλού είναι μια εξοχική περιοχή της Μήθυμνας με επτά λόφους και πεντακάθαρες ακτές και όρμους – αγκαλιές που υποδέχονται το καλοκαίρι τους παραθεριστές που αναζητούν κάτι το ξεχωριστό και μοναχικό, ενώ το χειμώνα η απουσία τους, αποτυπώνεται στ’ ακρογιάλια ως μυστική παρουσία. Ο Ηλίας Βενέζης που έζησε εδώ στην Εφταλού, στη βίλλα Γαλήνη , εκτός από τ’ άλλα βιβλία του, έγραψε κι ένα βιβλίο με τίτλο «Εφταλού». Ο Φρέντυ Γερμανός συνήθιζε να παραθερίζει εδώ , όπου έγραψε μερικά από τα βιβλία του, αλλά και άλλοι συγγραφείς και ποιητές βρήκαν εδώ χώρο έμπνευσης και δημιουργίας. Η ταβέρνα του Μανώλη είναι δίπλα στη θάλασσα. Απέναντι οι τουρκικές ακτές με τα αμέτρητα παραλιακά και ορεινά χωριά που το βραδάκι φωτισμένα, δείχνουν το σχήμα και την έκτασή τους.
Καθίσαμε δίπλα στο τζάκι που άναβε. Το μενού; Εγώ φρέσκα πράσινα κουκιά με φρέσκο κρεμμυδάκι, άνηθο, λίγο αλευράκι για να δέσει η σάλτσα του, με λάδι ντόπιο φετινό. Ο Ορέστης, μακαρονάκι κοφτό με χταπόδι και ντομάτα, στο φούρνο. Μια γαβάθα άγρια χόρτα κι ένα καλά καθαρισμένο παστό κολιό, τριανταφυλλένιο, στο λαδόξυδο, με ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι πάνω του και μαϊντανό. Ψωμί με λάδι και αλάτι ψημένο στα κάρβουνα. Πιοτό: 2 καραφάκια δάκρια της Παναγίας. (Λέγεται και ούζο Μυτιλήνης) Οι Λέσβιοι συνηθίζουν μια έκφραση όταν περνούν καλά με απλά πράγματα: «Γάμο έκανα» λένε. Έτσι κι εμείς. Γάμο κάναμε. Μέσα στην γενική ευφορία λοιπόν και τη ζεστασιά του τζακιού, άρχισαν να αναβλύζουν οι μνήμες απ’ τον τόπο μου, με πρώτη και καλύτερη αυτήν που φανέρωνε ξανά, τη γιαγιά Μαριάνθη που ήταν σύζυγος ιερέως. Η γιαγιά Μαριάνθη ήταν και η ίδια μια ιέρεια σε τρεις κυρίως ρόλους: Ιέρεια της ανθρώπινης τρυφερότητας, Ιέρεια της κουζίνας και τέλος Ιέρεια της αθυρόστομης αφήγησης! Στο καιρό της, κατηφόριζαν τα βράδια στο εξοχικό της από το χωριό με τα λαδοφάναρα, μεγάλες ομάδες γυναικών με τα κορίτσια τους για ν’ ακούσουν τη θεια Μαριάνθη ν’ αφηγείται τις σπαρταριστές ιστορίες της μ’ ένα εκρηκτικό χιούμορ και με σοφή χρήση της αθυροστομίας. Ακόμα, να σχολιάζει τη ζωή της Μήθυμνας με σαρκασμό και με τρυφερότητα. Η αθυροστομία στο στόμα της ήταν τόσο φυσική, που νομίζαμε τότε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να λέει αδιάντροπα, χωρίς να είναι ντροπή.
Κάποτε θυμάμαι, πήγε μαζί με τις φίλες της στο εξωκλήσι του Αϊ Γιώργη, για να κάνουν «ιερά» αγρυπνία. Όλη νύχτα λοιπόν, έψελναν και διάβαζαν ευχές και Αποστόλους, αλλά και ξεφούρνιζαν η μια στην άλλη τα μυστικά και τα προβλήματά τους ή περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όλες τις «τάχα μου» του χωριού, κάτω απ’ το βλέμμα του καβαλάρη που σκότωσε το θεριό. Έτρωγαν παξιμαδάκια, κουλουράκια κι έψηναν καφέδες για ν’ αντέξουν την αγρυπνία. Το πρωί στις 6 η ώρα θα ερχόταν ο παπάς πάνω στο γάιδαρο να κάνει τη λειτουργία. Κάποια στιγμή η γιαγιά Μαριάνθη βγήκε έξω από το ξωκλήσι για την ανάγκη της. Νύχτα όπως ήταν ακόμα, πάτησε με την παντόφλα της τη μισή (για κακή της τύχη) μπαμπουροφωλιά που έχασκε στο έδαφος, την ώρα που έκανε τη ανάγκη της. Βγήκαν τρελαμένα τα μπαμπούρια και την έκαναν κόσκινο στ’ απόκρυφά της. Πανικός! Φωνές η γιαγιά Μαριάνθη, βγήκαν οι φίλες της από το ξωκλήσι έμαθαν τι συνέβη και δεν ήξεραν αν έπρεπε να σκάσουν στα γέλια ή να παραμείνουν σοβαρές παρηγορώντας την. Την έβαλαν λοιπόν πάνω στο γάιδαρο για να την πάνε στο σπίτι, ενώ μια άλλη φίλη της έτρεξε να φωνάξει τη νοσοκόμα για ενέσεις. Στο δρόμο λοιπόν η γιαγιά ενώ σφάδαζε απ’ τους πόνους, ταυτόχρονα είχε το κουράγιο να κάνει και χωρατά για το πάθημά της! Έτσι λευτέρωσε και τις φίλες της που τόση ώρα σφίγγονταν για να μη γελάσουν και τώρα γελούσαν με τις ευλογίες της. Μέχρι που έγινε καλά, είχε περάσει όλη η Μήθυμνα από το εξοχικό της. Μας άφησε, πλήρης ημερών, στα 94. Α ρε γιαγιά πόσο εύκολα, αυτονόητα αλλά και δυνατά άφησες τη σφραγίδα σου φεύγοντας για κει που δεν υπάρχουν μπαμπουροφωλιές…

Πληρώνοντας το λογαριασμό και με την ευτυχία φυτεμένη στο κεφάλι μου, από τα δάκρια της Παναγίας, είχα την εντύπωση πως είχα ζαλίσει τον Ορέστη με τις αναμνήσεις μου. Ο Ορέστης όμως κράταγε μόνο ότι τον ενδιέφερε. Τα άλλα τ’ άφηνε να πέσουν κάτω. Όπως το κόσκινο. Αφήνοντάς σε όμως να νομίζεις πως όλα τα κρατάει. Η καταγωγή του από τα Ιωάννινα. Στο νησί της Λέσβου έβρισκε θετική αύρα, ομορφιά και μοναδικότητα. Έφυγε τη Πέμπτη, αφού τα ρεπό του τελείωσαν. Και για να μη ξεχάσω: Την Τροία δεν την ανέφερα τυχαία στην αρχή: Κατά τη διάρκεια του τρωικού πολέμου, το βασίλειο της Μήθυμνας βοηθούσε τους Τρώες, (ήταν κι αυτοί Έλληνες) με όπλα και τροφές. Τότε λοιπόν ήρθε στη Μήθυμνα ο (κατά τον Όμηρο) θεόμορφος Αχιλλέας, για να την κυριεύσει και να αποκόψει τη βοήθειά της προς την Τροία. Την πολιορκούσε 45 μέρες χωρίς αποτέλεσμα και δεν επρόκειτο ούτε με…σφαίρες να την κυριεύσει . Ό,τι όμως δεν κατάφερε η γενναιότητα και η ευφυΐα του ήρωα, το κατάφερε ο ανίκητος έρωτας: Η κόρη του βασιλιά της Μήθυμνας Πεισιδίκη, τρελά ερωτευμένη με τον Αχιλλέα, που η φήμη του διέτρεχε σαν αστραπή την Ελλάδα, του έστειλε τον υπηρέτη της και τον έμπασε στο κάστρο. Έτσι κυριεύτηκε η Μήθυμνα από τον Ομηρικό ήρωα.
Επέστρεψα την Κυριακή. Έφθασα στο αεροδρόμιο της Αθήνας με την πτήση 577 της Ολυμπιακής στις 1915.
Στην πραγματικότητα ρέμβαζα ακόμα τις απέναντι ακτές με τα φωτισμένα χωριά…
Φ.Θ.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος