C:
ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Λίγο πριν φύγει με ανακοπή
θυμάμαι τη γυναίκα που του έλεγε,
ότι εβδομηντάρισε αλλά μυαλό δεν έβαλε.
Εκείνος, απαντούσε πως έχει δίκιο
αφού μόνιμα ανεμίζει μέσα του μια λαμπερή εφηβεία.
Πάντα έλεγε, συμφιλιωμένος με το τέλος του,
να μην ενοχλήσουν κανένα,
να έρχεται από τη
θαλπωρή του,
σε μέρος δυσάρεστο
και μελαγχολικό,
παρά να τελειώνουν γρήγορα μαζί του,
όντας πακέτο
φροντισμένο
όπως το συνηθίζουν τα γραφεία τελετών για όσους
φεύγουν.
Μόνο ένα τσιγγάνο ήθελε με το κλαρίνο του να
αυτοσχεδιάζει .
Στην εξόδιο ακολουθία σκεπτόμουν το σκυλί του
που κάθε μέρα θα τον περίμενε.
Θυμόμουν όσα πολύ του άρεσαν:
Το γλυκό περγαμόντο να το κοιτάζει στο φως
με κείνη τη θολή κιτρινωπή του διαφάνεια,
να μυρίζει το άρωμά του,
σαν το παιδί που βρήκε το παιχνίδι του.
Αγαπούσε τη βροχή, την υγρασία, τον άνεμο τη ζέστη
και στους νυχτερινούς του περιπάτους, είχε τ’ ακουστικά στ’ αυτιά
ακούγοντας Μποκερίνι, Βιβάλντι και Κορέλι,
κι ανάσαινε
βαθιά την εκπνοή των γιασεμιών
που εξείχαν στα πεζοδρόμια απ΄ τους κήπους.
Στο γιαλό πήγαινε τις τις
νύχτες τις γλυκές.
Άκουγε το
φλοίσβο,
έβλεπε τα φωτισμένα καράβια να περνούν
και ζήλευε
ένα ταξίδι δίχως προορισμό…
«Η πιο τίμια γυναίκα είναι η θάλασσα». Έλεγε.
Ύστερα,
απλώθηκε παντού μια αγκαλιά απέραντη:
Αυτή, της σιωπής, κι αυτή της λησμοσύνης….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου