Το ιστολόγιο "Ο Θεός στο Καφενείο" κλείνει.
επ' αόριστον. Μπορεί να ξαναβρεθούμε.
.
Αν όχι, μη φοβάστε! Θα επιβιώσετε και χωρίς το
.
ιστολόγιό μου...

Το όνομά μου. Η ψεύτικη αρματωσιά μου.
Για καιρό με έσωζε η πάνδημη σιωπή του σπιτιού μου. Χειροπιαστή σιωπή, πρησμένη σαν σκόνη που κοιμόταν πάνω στα ξεφτισμένα έπιπλα της μάνας, στο τραπέζι που τρώγαμε, στην αποθήκη που άφηνε ο πατέρας τα εργαλεία του. Μια σιωπή με απόκοσμη διαπερατότητα που αγκάλιαζε σπλαχνικά όσους περνούσαν το κατώφλι μας. Ηταν γαλήνια εκεί, κανείς δεν τρόμαζε από φωνές, τα βλέμματα ήταν υπολογισμένα, άηχα, σηκωνόσουν από το κρεβάτι και ήταν σαν να είχες ανασκάψει από βαθύ λάκκο ένα παλιό σώμα που απλώς ήθελε να περπατήσει δύο μέτρα για να ξεμουδιάσει. Που και που ο πατέρας, ένας άντρας ευθυτενής και γκρίζος μέχρι το μεδούλι, ίδιος με τα άσπρα μαλλιά του, με κοιτούσε ώρες ολόκληρες με ανημποριά να ποτίζω τις γλάστρες, να φροντίζω τα λουλούδια, να κάθομαι πάνω από τις βιολέτες της μάνας μου και να μιλάω μαζί τους, ναι να μιλάω σε μια γλώσσα δικιά μας μυστική. Τότε λοιπόν σηκωνόταν από τη πολυθρόνα του, μια κουνιστή κατασκευή από κέδρο που έμοιαζε με θρονί ξεπεσμένου άρχοντα, ερχόταν κοντά μου αφήνοντας στον αέρα ένοχους αναστεναγμούς και με έκαιγε με το παρακλητικό του βλέμμα.
Εμείς.
«Θα σε περιμένω στο χωράφι του πατέρα σου μόλις πέσει ο ήλιος», είπε και άναψε τσιγάρο κρύβοντας με την ανοιχτή του παλάμη το μισό του πρόσωπο.
Εκανε πίσω αιωρούμενος καθώς δεν είχε αποφασίσει αν θα μου καθίσει μια ακόμα κλωτσιά ή θα μαζέψει το ποδάρι του.
