Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2009

ΘΑ ΚΑΤΣΩ ΣΠΙΤΙ


Θα κάτσω σπίτι απόψε . Όχι γιατί το λέει ο Λουκιανός στο τραγούδι του αλλά επειδή μένοντας σπίτι, φτιάχνω μια κατάσταση να μ΄αρέσει με τα υλικά που υπάρχουν σε διαθεσιμότητα. Σα να είμαι κάπου που είναι πολύ όμορφα και τη βρίσκω. Θα κάτσω λοιπόν σπίτι απόψε και κάθε απόψε ως το τέλος του μηνός.
.
Ποια είναι τα υλικά που φτιάχνω την κατάστασή μου; Μα το κτήμα μου. Οι γρύλλοι που δεν σωπαίνουν. Το άνετο σκεπαστό μου μπαλκόνι, οι αναπνοές της λυγαριάς που έρχονται ως επάνω μπερδεμένες με τις λιγωμένες μυρωδιές της ανθισμένης λιγούστρας. Αλλά και το αγιόκλημα δηλώνει παρουσία, όταν το απαλό αεράκι το φέρνει ως εμένα. Ο Φροίξος, που γαυγίζει έντονα μπροστά σε δύο γάτους που μαλώνουν, δείχνοντας πως δεν ανέχεται φασαρίες στην περιοχή του. Η θέα με το φωτισμένο βυζαντινό κάστρο, στέμμα στο σώμα της πόλης, που ξενοιάζει ερωτικά.
.
Βάζω τις έννοιες μου σ’ ένα κουτί και το κλείνω. Αφήνω τα συναισθήματα να φωλιάσουν στις πτυχές τους. Θα αφεθώ να επιπλέω. Να αισθάνομαι, να μυρίζω, να ακούω τη σιωπή, να παίρνω τη θέση μου κάτω από τον έναστρο ουρανό. Δεξιά μου στη πολυθρόνα κοιμάται κουλουριασμένος ο Πολυκράτης ο γάτος. Αριστερά μου η Χάδη. Όπου πάω κι αυτοί παρέα. Τους αρέσω και μου το δείχνουν. Μπροστά μου μια ομελέτα με μικρά κομμάτια από μελιτζάνες και κολοκυθάκια, που σωταρίστηκαν για 20΄ πριν γίνουν ένα με τ’ αυγά και το τριμμένο τυράκι. Η φιάλη με το λευκό δροσερό λευκό κρασί, γράφει στην ετικέτα: «Λημνιός Αμπελουργός» Οίνος Μοσχάτος ξηρός. Φέρνω το ποτήρι στο στόμα μου και ψιθυρίζω: «Πάντων ημών, η αρμονία, η χαρά και η θλίψη, η ερωτική αναμονή, η ομορφιά που δεν αφήνουμε να μας προσπεράσει». Το κρασί κύλησε σαν υγρό χάδι μέσα μου. Δεν θα μου γλίτωνε η φιάλη, αλλά σιγά -σιγά, με το ρυθμό της ηδονής που πρώτα τη νιώθεις και μετά την ξανακαλείς.
.
Στο μυαλό μου ξεδιπλώνονται ακάλεστες οι απόψεις του σκηνοθέτη Νίκου Περέλλη για το θέατρο, από το ανέκδοτο βιβλίο του που μου έστειλε για να του πω τη γνώμη μου:
«…Τίποτα το ανθρώπινο δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Πρέπει να προσπαθούμε να είμαστε πραγματικοί, να δείχνουμε στο κοινό και τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Η απόρριψη του ηθικού στοιχείου στη Τέχνη, οδηγεί στο αισθητικό μηδέν. Το Θέατρο πρέπει να είναι εργαστήριο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος έχει αξία και δικαίωμα να ζήσει μια άξια, χαρούμενη, όμορφη και δημιουργική ζωή. Οι συμβατικές απαίσιες συνθήκες που εμποδίζουν τον άνθρωπο να ζήσει αυτή τη ζωή πρέπει να αλλάξουν. ….Η Τέχνη δεν μπορεί να ξεσηκώσει επανάσταση, μπορεί όμως να βοηθήσει τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει τον περίγυρό του και να τον γεμίσει από ενθουσιασμό για την αλλαγή. Κανένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να δουλεύει χωρίς ηθική πρόθεση. Πρέπει όμως να μην επιτρέπει στην πρόθεση αυτή, να γίνεται ιδιοτελής, να μην την απλοποιεί και την μεταβάλλει σε προπαγάνδα, αλλά να την ανυψώνει και να την εξαγνίζει με τα μέσα της τέχνης. Η φόρμα θα πρέπει να μας ενδιαφέρει, μόνο στο βαθμό που κάνει το περιεχόμενο, λαμπερό, καθαρό και δυναμικό».
Και στην ερώτηση τι είναι Θέατρο, ο Άγγλος θεατρικός συγγραφέας Τζων Άρντεν απαντά: «Είναι ο αντίλογος που δημιουργεί συνείδηση και ανάφλεξη»…
.
Στο πέμπτο ποτήρι χαλάρωσα στη πολυθρόνα μου. Οι σκέψεις με πήγαιναν αλλού: Στη λεωφόρο Βουλιαγμένης όταν προ 2 χρόνια πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα στην έκθεση της Harley Davidson και ζαχάρωνα μια αρχόντισσα μοτοσικλέτα. (Όχι πως τώρα παραιτήθηκα από την ιδέα…) Ήπια δυο γουλιές απ’ το έκτο ποτήρι. Έβλεπα τον εαυτό μου καβάλα στη Harley να φτάνει στη θάλασσα, και ν’ ανοίγεται πάνω της στέρεο μονοπάτι να περάσω. Έτσι διέσχιζα το Αιγαίο από τη Σαμοθράκη ως τη Σπιναλόγκα. Ύστερα δεν μου έφτανε η θάλασσα. Ήθελα να καβαλλήσω και τα σύννεφα με τη μηχανή μου. Σα να ‘ριχνε γέφυρα ένας Θεός που ήθελε να παίξει μαζί μου, τραβώντας κάποια στιγμή τη γέφυρα κι αφήνοντας με στον ουρανό. Εγώ άνοιγα γκάζι κάνοντας τη Harley να χλιμιντρίζει σαν αγγρισμένη δίχρονη φοράδα. Κι ανέβαινα, ανέβαινα, περνούσα μέσα από τα σύννεφα στάζοντας την υγρασία τους, συναντούσα αγγέλους που είχαν βγεί για λίγο από τον Παράδεισο να κάνουν το τσιγαριλίκι τους και μού ‘κλειναν πονηρά το μάτι. Λίγο πριν τραβήξει τη γέφυρα ο Θεός που ήθελε να παίξει μαζί μου, χύθηκα πάνω της και κατέβηκα πάλι στη γη, στη λεωφόρο Αλίμου για να πάω σπίτι. Οδηγούσα αργά με τη σιγουριά εκείνου που ξέρει πως όποτε θέλει απογειώνεται. Μια παρέα νεαρών με μηχανάκια μου φώναξε: «Γεια σου ρε γέρο με τη γκομενάρα σου τη Harley!» Εντάξει! Τους είπα. Γέρος, αλλά Ροκάς…
Ο πίνακας είναι του Γιώργου Λολοσίδη

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος